Μπορεί κανείς να επιλέξει την οδό της μικροπολιτικής για να «διαβάσει» την ανοιχτή επιστολή της κας Ολγκίν, αναμφίβολα όμως, μέσα από αυτή την επιλογή, θα στερήσει στον εαυτό του τη δυνατότητα να εντοπίσει μια συγκλονιστική ουσία, η οποία πρώτη φορά γράφεται τόσο καθαρά και με τόση ενσυναίσθηση. Μια ουσία που επεκτείνεται πέρα από τις στενοκοπημένες αναγνώσεις και ερμηνείες, και αφορά στην ίδια την ψυχοσύνθεση του ανθρώπου και την ιστορία τού πόνου. Και είναι επιτέλους καιρός, αν πραγματικά θέλουμε να προχωρήσει αυτός ο τόπος στην επόμενη του μέρα, να αρχίσουμε να αντιλαμβανόμαστε την πραγματικότητα μέσα και από τέτοιες αναλύσεις που δεν εντρυφούν μόνο στα γεγονότα και στις αλήθειες της ιστορίας (αποσιωπημένες και μη), αλλά και στο πώς ο άνθρωπος καλείται να διαχειριστεί το τραύμα τού πολέμου ώστε να μην εγκλωβιστεί σ’ αυτό ο ίδιος καθώς και η πολιτική του κρίση.
Ο εγκλωβισμός στο τραύμα αφήνει τον άνθρωπο σε στάσιμη θέση, ανήμπορο να κάνει την υπέρβαση που προϋποθέτει ένας επώδυνος συμβιβασμός, ο οποίος υπήρξε ανέκαθεν ο μοναδικός δρόμος για την επίλυση του Κυπριακού έστω κι αν οι «υπερπατριώτες» πολιτικοί μας αρέσκονται μέχρι και σήμερα να «διαφημίζουν» τη δικαίωση, φλομώνοντας τον κόσμο με φρούδες ελπίδες. Ένας πολιτικός, ωστόσο, για να είναι σε θέση να συνειδητοποιήσει και να κατανοήσει αυτά που γράφει η κα Ολγκίν, πρέπει να διαθέτει βάθος σκέψης που να του επιτρέπει να περπατήσει έξω από τα στενά όρια της μικροπολιτικής, και να νοιαστεί πραγματικά για τον πόνο του τόπου και των ανθρώπων του, προσδοκώντας στην επούλωση των τραυμάτων. Και αυτή η προσέγγιση που είναι εξόχως πολιτική θέση προϋποθέτει πολιτικό με ανάστημα, ιστορική συνείδηση, διορατικότητα, επίγνωση και ενσυναίσθηση.
Τι λέει λοιπόν η κα Ολγκίν στην έκθεσή της: Πως «για να κλείσουμε τις πληγές του παρελθόντος και να βελτιώσουμε το παρόν πρέπει να κοιτάξουμε το μέλλον με ένα πιο υγιή και ελπιδοφόρο τρόπο». «Αναγνωρίζοντας τις προσκλήσεις», λέει, «πιστεύω ότι οι Κύπριοι θα μπορούσαν να έχουν μια πιο φωτεινή και θετική προοπτική, αν μπορούσαν να ξεπεράσουν την ιστορία του πόνου». Η τελευταία φράση είναι ιδιαίτερα σημαντική και είναι εδώ που πρέπει να εστιάσουμε για να αντιληφθούμε πως για να μπορεί να ξεπεράσει κανείς την ιστορία του πόνου πρέπει να τύχει μιας άλλης αντιμετώπισης από αυτή που χρόνια τώρα υπήρξε το πολιτικό μας αφήγημα και το οποίο, μεταξύ άλλων, έκανε το «Δεν ξεχνώ» προσταγή, ανάγοντας έτσι τη διατήρηση του τραύματος και της ανοιχτής πληγής σε ηθικό και πολιτικό καθήκον. «Σε κάθε διαδικασία διαπραγμάτευσης», γράφει η κα Ολγκίν, «είναι σημαντικό να αναγνωρίζουμε και να κατανοούμε το παρελθόν. Ωστόσο, αυτό το παρελθόν δεν θα πρέπει να αποτελεί ανυπέρβλητο εμπόδιο για να προχωρήσουμε προς μια λύση που θα ωφελεί όλους τους Κύπριους, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που πιστεύουν ότι δεν χρειάζεται να αλλάξουν».
Σ’ αυτή δυστυχώς την άρνηση αλλαγής συνέτειναν οι μονίμως κατώτεροι των περιστάσεων πολιτικοί μας που ουδέποτε φρόντισαν να υπάρξει ένα υπόβαθρο επούλωσης, αντιθέτως έξυναν μονίμως τις πληγές που εξυπηρετούσαν τα εκάστοτε διχαστικά τους αφηγήματα. Η κα Ολγκίν στην πιο σημαντική, κατά τη γνώμη μου, παράγραφο της έκθεσής της επεξηγεί το πώς καθίσταται αδύνατο για τους ανθρώπους να είναι ανοιχτοί στην αλλαγή. Γράφει το εξής: «Σημαντικές γνώσεις στη νευροεπιστήμη έχουν διευρύνει την κατανόησή μου για κάποιες συμπεριφορές στην Κύπρο. Υποδηλώνουν ότι ο εγκέφαλος αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα συγχωνεύοντας πεποιθήσεις του παρελθόντος με νέες εμπειρίες. Αυτές οι πεποιθήσεις, που διαμορφώνονται, κληρονομούνται και ενισχύονται κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας, είναι βαθιά ριζωμένες στον εγκέφαλο, ο οποίος χάνει την ικανότητα αφομοίωσης νέων πληροφοριών. Ως αποτέλεσμα, όταν ένα οδυνηρό παρελθόν διδάσκεται επανειλημμένα, καθίσταται αδύνατο για τους ανθρώπους να είναι ανοιχτοί στην αλλαγή και να πιστεύουν σε μια ελπιδοφόρα εναλλακτική λύση για ένα κοινό και καλύτερο μέλλον». Kι εδώ ακριβώς είναι που έγκειται τελικά όλη η ουσία.