ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...

Το δρομολόγιο

Χειρόγραφο, Με την Ελένη Ξένου

Της Ελένης Ξένου

Της Ελένης Ξένου

twitter

Εφτά και δέκα το πρωί, Πλατεία Σολωμού. Αγόρασα εισητήριο, επιβιβάστηκα στο μικρό λεωφορείο- εκείνο που κυκλοφορεί κυρίως στην εντός των τειχών πόλη- και περιμένω την αναχώρηση του. Σε ένα πεντάλεπτο το πολύ, μου λέει ο οδηγός, ο οποίος είναι Ελλαδίτης, από πού ρωτώ, κάπου κοντά στον Έβρο, απαντά χωρίς να γίνεται πιο συγκεκριμένος. Μου λέει πως συνήθως τέτοια ώρα το λεωφορείο γεμίζει, προς το παρών όμως μόνο ένας Αφρικανός με μαύρο φούτερ και ακουστικά στα αυτιά-τί μουσική άραγε ακούει- έχει επιβιβαστεί καθώς και μια γυναίκα, επίσης Αφρικανή, με τα δύο αγοράκια της, το ένα πλάι της και το άλλο παραδίπλα σε μια μονή θέση.

Είναι μια συνηθισμένη μέρα, ο ουρανός σκονισμένος, ο ήλιος αποδυναμωμένος από την ομίχλη που παριστάνει την συννεφιά και οι δρόμοι μποτιλιαρισμένοι, αγουροξυπνημένοι οδηγοί που πάνε στην δουλειά τους με τα ραδιόφωνα συντονισμένα σε δυσοίωνες ειδήσεις και τους παλμούς τους συγχρονισμένους σε μια καθόλα μάταιη βιασύνη. Και εδώ, σ’αυτή την πλατεία, ένας “άλλος” κόσμος-αλλοδαποί στην πλειοψηφία- που περιμένει κάθε μέρα το λεωφορείο και έχει την κάρτα πολλαπλών διαδρομών φυλαγμένη στην πίσω τσέπη του παντελονιού, αφήνει να αιωρείται στην ατμόσφαιρα ένας εύθραυστος υπαινιγμός: Πως η πραγματικότητα βρίσκεται κυρίως στις εξαιρέσεις και όχι στους κανόνες και αν κάνεις τον κόπο να εστιάσεις σ’αυτές περπατώντας λίγο έξω από τις τακτοποιημένες σου συνήθειες, το “σημαντικό” παίρνει σχεδόν αντανακλαστικά την θέση του “ασήμαντου”.

Εφτά και τέταρτο ακριβώς η πόρτα κλείνει και ξεκινάμε. Κατηφορίζουμε πρώτα την Βουλγαροκτόνου, στρίβουμε μετά στην Αριάδνης και στην επόμενη στάση το λεωφορείο γεμίζει με νεαρές μαμάδες, οι πλείστες Ασιάτισσες και ένα-δύο Αφρικανές, που κουβαλάνε στους ώμους σχολικές τσάντες και παγουράκια με νερό και κρατάνε σφικτά τα παιδιά τους από το χέρι. Μαζί τους επιβιβάζεται και μια θορυβώδης ζωντάνια, μιλάνε φωναχτά, γελάνε, υποθέτω πως λένε αστεία, ίσως και να πειράζει η μια την άλλη, ήτανε άραγε φίλες από πριν ή συνδέθηκαν εν κινήσει σ’αυτό το δρομολόγιο, διερωτώμαι. Τα παιδάκια νυστάζουνε ακόμα, ένα κοριτσάκι με ροζ αθλητικές φόρμες που έχει καθίσει δίπλα μου, γέρνει στα πόδια της μαμάς του και χασμουριέται, εκείνη της χαιδεύει τα μαλλιά και συνεχίζει την κουβέντα με τις υπόλοιπες. Το κοριτσάκι με περιεργάζεται, της χαμογελώ, ντρέπεται και ταυτόχρονα χαίρεται που της δίνω σημασία, μου χαμογελά πίσω, πώς σε λένε την ρωτώ στα αγγλικά, Λαβίνια μου απαντά σιγανά, από πού είστε ρωτώ την μητέρα της, Φιλιππίνες λέει, το ίδιο και οι υπόλοιπες. Σε ποιό φθαρμένο και στενοκοπημένο σπίτι της παλιάς πόλης μένουν άραγε, σκέφτομαι, και μέσα σε ποιά αφημένη υγρασία μεγαλώνουν τα παιδάκια τους; Τα παρατηρώ ένα-ένα και είναι όλα τους τόσα αθώα και χαρούμενα που λίγο περισσότερο να τα κοιτάξω κινδυνεύω να παρασυρθώ στην ψευδαίσθηση πως ο κόσμος πηγαίνει προς την σωστή κατεύθυνση.

Στο ραδιόφωνο παίζει μια ξένη ποπ μουσική που δεν την αναγνωρίζω, οι κουβέντες των μαμμάδων την επισκιάζουν, μακρόσυρτα φωνήεντα που πλάθουν μια ανοίκεια αφήγηση σε ένα οικείο περιβάλλον, κοντολογίς ένα σωρό άγνωστες αλφαβήτες καταφέρνουν και χωράνε ολόκληρες σε ένα τόσο δα λεωφορείο. Πού θα πάνε οι μαμμάδες μετά που θα αφήσουνε τα παιδιά στο σχολείο, ποιά δουλειά τις περιμένει στην υπόλοιπη ακαταστάλαχτη μέρα τους, τέτοιες σκέψεις κι’αλλες παρόμοιες διασχίζουν το μυαλό μου και όπου νάναι φτάνουμε στην Ερμού. Επόμενη στάση λεωφόρος Πουλίου-Καποτά, εκεί το λεωφορείο αδειάζει, οι μαμμάδες κατεβαίνουν η μια μετά την άλλη, υποθέτω πως κάπου εδώ κοντά είναι το σχολείο, βλέπω τη μικρή Λαβίνια να μου κουνάει το χέρι, της το ανταποδίδω πίσω από το τζάμι. Στην Αγίου Ανδρέου επιβιβάζονται καινούργιοι επιβάτες, το λεωφορείο ξανά γεμάτο, μόνο ενήλικες αυτή την φορά, ένας άντρας γύρω στα τριάντα κρυμμένος μέσα στο μπουφάν του, μια γυναίκα πολύ μεγαλύτερη που κουβαλά μεγάλες πλαστικές σακκούλες, ένας άλλος μεσήλικας με ρούχα φθαρμένα, όλοι πρόσωπα κουρασμένα με μια κούραση που δεν ανήκει μόνο σ’αυτό το συγκεκριμένο πρωινό αλλά μοιάζει να επιμηκύνεται στις μέρες και στους μήνες τους σαν αναθυμίαση. Δύο τρείς στάσεις έχουν απομείνει, η διαδρομή τώρα συνεχίζεται βυθισμένη στην σιωπή, ο καθένας κλεισμένος στην φυσαλίδα του ή καλύτερα στο αόρατο δίχτυ που παγιδεύει τις στιγμές σε ένα χρόνο ενδιάμεσο και αντιδραστικό στην όποια επινόηση. Φτάνουμε στο τέρμα, πίσω στην Πλατεία Σολωμού, χαιρετώ τον οδηγό και κατεβαίνω τελευταία, οι υπόλοιποι πορεύονται προς διαφορετικές κατευθύνσεις, το μποτιλιάσμα στους δρόμους εξακολουθεί. “Οι άνθρωποι δεν προσδοκούν παρά να ξεφύγουν από το συνηθισμένο δρομολόγιο των λεωφορείων και της ιστορίας”, γράφει ο Κορτάσαρ και θυμάμαι τα λόγια του καθώς κατηφορίζω την Λήδρας κάτω από τον σκονισμένο ουρανό. 

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

NEWSROOM

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Της Ελένης Ξένου

Χειρόγραφα: Τελευταία Ενημέρωση