Στις 17 Απριλίου του 2022 έγραφα στη στήλη αυτή για το φαινόμενο Χριστοδουλίδη και πραγματικά μόνο έτσι μπορούσε να χαρακτηριστεί η δημοφιλία που αποκτούσε ο νυν πρόεδρος προτού καν εξαγγείλει την υποψηφιότητά του. Οι δημοσκοπήσεις τού έδιναν σοβαρό προβάδισμα, έπειθε ψηφοφόρους απ’ όλους τους χώρους, και το γεγονός ότι συμμετείχε σε μια κυβέρνηση από την οποία η πλειοψηφία ήθελε να απαλλαγεί δεν έμοιαζε να παίζει ρόλο. Τι είδε στο πρόσωπό του ο κόσμος και τον εμπιστεύτηκε «τυφλά» προτού καν εκείνος «μιλήσει» πολιτικά, ήταν τότε το εύλογο ερώτημα. Την εντιμότητα και την καθαρότητά του; Το ότι δεν κουβαλούσε κομματικά βαρίδια και δεν ήταν γέννημα-θρέμμα κομματικού μηχανισμού; Ότι ήταν ήπιος και μη συγκρουσιακός; Ότι διέθετε το προφίλ του σύγχρονου πολιτικού με ένα ιδιαίτερο μάλιστα επικοινωνιακό χάρισμα; Προφανώς όλα τα πιο πάνω είναι η απάντηση σε συνδυασμό ωστόσο με την ανικανότητα των κομματαρχών να αντιληφθούν πως ο τρόπος που πολιτεύονταν είχε πλέον χρεωκοπήσει και πως το κομματικό κατεστημένο έζεχνε από παντού, με αποτέλεσμα όσο εκείνοι παρέμεναν προσκολλημένοι στη στενοκοπημένη μικροπολιτική τους, τόσο το έδαφος γινόταν πρόσφορο για τη δημιουργία τέτοιων «φαινομένων».
Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί πως ο νυν πρόεδρος βρέθηκε συνειδητά την κατάλληλη στιγμή στον κατάλληλο τόπο, τον ευνόησαν, με άλλα λόγια, οι συγκυρίες να αναδειχθεί ως το πρόσωπο που θα οδηγούσε τη χώρα στην επόμενη καθαρή της μέρα. Οι πολίτες είχαν εξαντληθεί από τις βίαιες ανατροπές της καθημερινότητάς τους και την ίδια ώρα από τα κομματικά παίγνια και την πολιτική τοξικότητα, και αγανακτισμένοι αναζητούσαν πώς και πώς το πρόσωπο που θα έσωζε την καθημερινότητα και την αξιοπρέπειά τους. Και αυτό ήταν ο κ. Χριστοδουλίδης. Ένα χρόνο μετά από την εκλογή του η εικόνα αλλάζει. Η δημοτικότητά του πέφτει κατακόρυφα και η διακυβέρνησή του μπάζει νερά. Έρευνα που είδε τις προάλλες το φως της δημοσιότητας καταγράφει τη χαμηλή αποδοχή του ακόμα και μεταξύ των ψηφοφόρων της συμπολίτευσης, τη δραματική μείωση της δημοφιλίας του και γενικά την αρνητική εικόνα της κυβέρνησης με κανένα από τους υπουργούς να μην κερδίσει «ψήφο εμπιστοσύνης». Ακόμα κι αν αμφισβητηθούν, από διάφορους καλοθελητές, τα αποτελέσματα ως αναξιόπιστα, η πραγματικότητα είναι πως η απογοητευτική εικόνα της κυβέρνησης κυκλοφορούσε πολύ πριν από τη διεξαγωγή της εν λόγω έρευνας. Τι έχει συμβεί λοιπόν και μέσα σε ένα χρόνο ο κ. Χριστοδουλίδης από «φαινόμενο» μετατράπηκε σε απογοήτευση; Ο επικοινωνιολόγος κ. Τσιρίδης, μιλώντας την περασμένη Κυριακή στην «Κ» (πριν δημοσιευτεί η εν λόγω έρευνα) και σχολιάζοντας το ετήσιο πρόγραμμα διακυβέρνησης 2024, συμπύκνωσε –κατά την ταπεινή μου άποψη– όλη την ουσία του προβλήματος σε μια παράγραφο. Είπε ο κ. Τσιρίδης: «Σήμερα ο Νίκος Χριστοδουλίδης αναμετράται με την επιτυχημένη μη πολιτική συνταγή με την οποία εξελέγη: Ως αξιοπρεπής, έντιμη, ασφαλής εναλλακτική στο υπάρχον πολιτικό προσωπικό. Συνταγή επιτυχημένη αλλά όχι αρκετή, καθώς οι συνθήκες δεν είναι συνθήκες κανονικότητας. Για να νιώσουν οι πολίτες έμπνευση, ασφάλεια και αίσθηση σκοπού δεν αρκεί η σωστή διαχείριση του Ταμείου Ανάκαμψης.
Δεν είμαστε Νορβηγία. Είμαστε η χώρα στην οποία φαίνεται να υπάρχουν μόνο δύο δρόμοι: συντήρηση ή ρήξη». Και ίσως αυτή να είναι τελικά η κατεύθυνση που πρέπει να πάρει ο νυν πρόεδρος προκειμένου να ανατρέψει την αρνητική εικόνα και να επανακτήσει την εμπιστοσύνη της κοινωνίας στην οποία οφείλει την εκλογή του. Να επιλέξει επιτέλους τη σύγκρουση και τη ρήξη με όλες τις νοοτροπίες, τις μεθόδους και τα πρόσωπα που συντηρούν το σαθρό κατεστημένο και ευθύνονται για τη δυσπιστία των πολιτών. Και επίσης, να αρχίσει να διαχειρίζεται καλύτερα τις προσδοκίες του κόσμου γιατί όπως υπογραμμίζει και ο κ. Τσιρίδης: «Οι προσδοκίες δεν είναι ένας πήχης που σηκώνουμε και μετά προσπερνάμε για να στήσουμε τον επόμενο». Πόσω μάλλον σε μια εποχή όπου οι συνθήκες δεν είναι κανονικές και η χώρα απέχει χιλιόμετρα από τη Νορβηγία.