Του Ανδρέα Ανδρέου
Η τετραετία 2020-2023 ήταν πολύ δύσκολη από κάθε άποψη. Η μία πρόκληση ακολουθούσε την άλλη χωρίς να δίνει χώρο για ανάσες. Τι πανδημίες, τι πόλεμοι, τι συρράξεις, τι γεωπολιτικές αναταράξεις, τι μεταναστευτικό, τι προβλήματα σε εφοδιαστικές αλυσίδες, τι πληθωριστικές πιέσεις, τι αυξήσεις στο κόστος δανεισμού, τι ελλείψεις σε εργατικό δυναμικό, τι προβλήματα κρατικής αξιοπιστίας… για να αναφερθώ στα κυριότερα επιγραμματικά. Και δεν έφταναν τα πιο πάνω, έχουμε και την κρατική ευωχία για ικανοποίηση κάθε αιτήματος που βάζει το χεράκι του στα δημόσια οικονομικά χωρίς καμία έννοια, πέραν της λεκτικής διατύπωσης ανησυχιών, για εκτροχιασμό τους.
Παρά τη συγχορδία όλων των πιο πάνω προκλήσεων, η κτηματαγορά σημείωσε άλματα ανόδου το 2021, το 2022 και το 2023. Το 2023 ήταν όμως περισσότερο έτος συντήρησης των επιδόσεων του 2022 που –υπενθυμίζω– ήταν η καλύτερη χρονιά από πολλές απόψεις μετά από πάρα πολλά χρόνια. Άρα κάποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι αφού το 2023 ήταν έτος συντήρησης του 2022, ήταν και αυτή μια από τις καλύτερες χρονιές.
Η συνολική εικόνα του 2023 τείνει να συμφωνεί με αυτή την προσέγγιση. Όμως, οφείλουμε να αναδείξουμε κάποια σημαντικά στοιχεία που ζωγράφισαν αυτή την εικόνα. Η Λάρνακα είναι η καθαρή νικήτρια αυτής της πορείας σε σχετικούς όρους αφού κατάφερνε να ελκύει συνεχώς αυξανόμενους αριθμούς επενδυτών/αγοραστών, με αποτέλεσμα να βλέπουμε νέες προσθήκες αναπτύξεων με σαφώς αναβαθμισμένο προϊόν και σε τιμές πρωτόγνωρες για τη Λάρνακα. Ανάλογη πορεία με τη Λάρνακα αλλά σε ελαφρώς μικρότερη κλίμακα ήταν αυτή της Πάφου και σε ακόμη μικρότερη κλίμακα αυτή της Αμμοχώστου. Όμως και οι τρεις επαρχίες έδειξαν ότι μπορούν να ανέβουν κατηγορία –ακόμη και κατηγορίες– στην προσφορά καλύτερου και αναβαθμισμένου real estate.
Η Λευκωσία ήταν, είναι και θα παραμείνει ένας σοβαρός επενδυτικός προορισμός. Η ανάπτυξη των τομέων της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και της υγείας έχει δώσει μια σοβαρή ώθηση τόσο με την επαναβαθμονόμηση του υφιστάμενου αποθέματος ακινήτων όσο και με τον σχεδιασμό νέων αναπτύξεων.
Μπορεί το μεγαλύτερο ποσοστό του 2023 να βρήκε τη Λευκωσία με μια στασιμότητα έως υποτονικότητα, αλλά το τελευταίο τετράμηνο ήταν σαφώς πιο δραστήριο σε βαθμό που κάλυψε αρκετό από το χαμένο έδαφος των προηγούμενων μηνών. Η Λευκωσία αναμένεται να αλλάξει προς το θετικότερο εντός της επερχόμενης διετίας με την ολοκλήρωση σημαντικών έργων υποδομής αλλά και ιδιωτικών έργων που θα λειτουργήσουν ως πόλος έλξης νέων σημαντικών επενδύσεων κάθε κλίμακας.
Η Λεμεσός είχε μονοπωλήσει το ενδιαφέρον στην αγορά των ακινήτων όλο αυτό το διάστημα –είτε υπήρχε κάτι θετικό να ειπωθεί ή κάτι αρνητικό. Η ουσία είναι πως κάποιες εκατοντάδες αγοραστών άλλαξαν προς τον υπερθετικό βαθμό τις ζωές κάποιων δεκάδων Λεμεσιανών, αλλάζοντας συνάμα προς το χειρότερο τις ζωές σχεδόν όλων των υπόλοιπων Λεμεσιανών. Με το συνεχές στέρεμα της πηγής των Ρώσων αγοραστών και εσχάτως των Ισραηλινών αγοραστών, βλέπουμε να παρατηρείται μια κάμψη στις επιδόσεις της Λεμεσού χωρίς αυτό να σημαίνει πως το φαινόμενο θα καταστεί μόνιμο. Η Λεμεσός είναι άρρηκτα δεμένη με τις γεωπολιτικές εξελίξεις στην περιοχή. Αν αυτές τραβήξουν σε βάθος χρόνου τότε είναι αναμενόμενο πως θα υπάρξει σοβαρό πρόβλημα. Αν από την άλλη η κατάσταση αλλάξει προς αποκλιμάκωση των εντάσεων τότε τα πράγματα μπορεί να μην εξελιχθούν σε τόσο προβληματικά.
Όμως πέραν των πιο πάνω διαπιστώσεων πρέπει να καταγράψουμε και τα ακόλουθα:
Ενώ πήγαινε να σημειωθεί μια σχετική αποκλιμάκωση στο κόστος υλικών βλέπουμε πως επανέρχονται στην επιφάνεια προβλήματα στην εφοδιαστική αλυσίδα που πηγάζουν από την αλλαγή ή ακύρωση δρομολογίων στη ναυσιπλοΐα εξαιτίας των εχθροπραξιών. Αυτή η αρνητική εξέλιξη θα έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση στο κόστος των υλικών αλλά και στον χρόνο παράδοσής τους.
Η αύξηση στο κατασκευαστικό κόστος δημιουργεί σοβαρά προβλήματα σε έργα που βρίσκονται υπό κατασκευή, βάζει στον πάγο άλλα και ανεβάζει το κόστος απόκτησης στέγης από νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Ο τελικός αποδέκτης αυτών των αυξήσεων είναι το πλατύ κοινό είτε υπό την ιδιότητά του ως φορολογούμενος, είτε σαν (επίδοξος) τελικός χρήστης, ενώ οι κατασκευαστικές εταιρείες βίωσαν και βιώνουν σοβαρά προβλήματα οικονομικής βιωσιμότητας. Η αύξηση στο κόστος κατασκευής επηρεάζει τόσο τη ζήτηση όσο και την προσφορά. Όταν έργα, για παράδειγμα, μπαίνουν στον πάγο είτε διότι το κόστος ήδη θεωρείται ψηλό ή επειδή υπάρχει αβεβαιότητα για το πού θα καταλήξει, αυτό σημαίνει χαμηλότερη προσφορά. Από την άλλη, η ζήτηση μειώνεται επειδή οι αναθεωρημένες τιμές πώλησης είναι σε τέτοια επίπεδα που για πολλούς είναι αποτρεπτικές.
Μπορεί ο πληθωρισμός να έχει περιοριστεί, αλλά στην προσπάθεια αυτή τα επιτόκια έφθασαν σε ύψη που αποθαρρύνουν την δανειοδότηση και άρα την χρηματοπιστωτική επέκταση. Αυτό επηρεάζει την απόκτηση στέγης από νοικοκυριά, παρόλο που οφείλουμε να το πούμε πως κατά την τελευταία διετία πολλές από τις συναλλαγές έγιναν με ίδια κεφάλαια των αγοραστών.
Κάτι άλλο που πρέπει να τονιστεί είναι πως στην προσπάθεια της δημιουργίας κτιρίων υψηλής ενεργειακής απόδοσης και πράσινης μετάβασης, το κόστος που ξέραμε πριν κάποια χρόνια ή που ονειρευόμαστε θα μείνει για πάντα στα όνειρά μας. Το κόστος αυτής της μετάβασης είναι τεράστιο και γι’ αυτό να μην αναμένει κανείς πως το κατασκευαστικό κόστος θα μειωθεί. Αντίθετα θα αυξάνεται και μαζί του θα αυξάνονται και οι τιμές του real estate –όπως άλλωστε και οι τιμές τόσων άλλων προϊόντων.
Συνεπώς η αγορά θα πρέπει να αυτορυθμιστεί και αυτό σημαίνει πως πολλοί από εμάς θα πρέπει να αναθεωρήσουμε τα θέλω και τις απαιτήσεις μας και να δούμε τη ζωή υπό τον νέο φακό που μας κάνουν δώρο τα νέα δεδομένα.
Το 2024 λοιπόν είναι και δίσεκτο και έρχεται με προκλήσεις και αβεβαιότητα. Παρόλα αυτά, σας εύχομαι να το απολαύσετε!