Του Ανδρέα Ανδρέου
Με το κεφάλαιο της επιβολής του μειωμένου συντελεστή ΦΠΑ ύψους 5% στην πρώτη κατοικία ως μέτρο άσκησης κοινωνικής πολιτικής να βαίνει επιτέλους προς διευθέτηση, φεύγει ένα ακανθώδες θέμα που προκαλεί κενό αέρος εδώ και χρόνια στην αγορά των ακινήτων.
Αυτό φυσικά έχει δύο οπτικές γωνίες που μπορεί να το δει κάποιος: την οπτική γωνία του αγοραστή που επωφελείται από τις υφιστάμενες διατάξεις, και την οπτική γωνία του αγοραστή που επωφελείται από τις (προδιαγραφόμενες) νέες διατάξεις. Φυσικά, μιας και οι υφιστάμενες διατάξεις είναι πολύ πιο χαλαρές, τα άτομα σε αυτήν την περίπτωση είναι πολύ περισσότερα. Οι αγοραστές λοιπόν που επωφελούνται περισσότερο από τις υφιστάμενες διατάξεις σπεύδουν να κλειδώσουν ένα deal τώρα και αυτό έχει ως συνέπεια την αύξηση στη ζήτηση, που με τη σειρά της εξασκεί αυξητική πίεση στις τιμές.
Είναι κατανοητό πως η κίνηση για αγορά κατοικίας και δη μιας πρώτης κατοικίας, δεν είναι εύκολο εγχείρημα. Η προφανής απαίτηση για οικονομική δέσμευση 3-4 δεκαετιών από νεαρά άτομα που δεν έχουν μεγάλη εμπειρία στον επαγγελματικό στίβο, σίγουρα προκαλεί άγχος, πολλή σκέψη και προβληματισμό. Γι’ αυτό και απαιτείται ξεκάθαρη πορεία πλεύσης, καθορισμός ενός εφικτού πλαισίου απαιτήσεων και συμβιβασμών, και ακολούθως ενδελεχής έρευνα έχοντας συμβούλους άτομα που έχουν τη γνώση και το εκτόπισμα να τους βοηθήσουν και όχι άτομα που είναι ευκαιριακοί διαμεσολαβητές του συστήματος. Όλα αυτά σίγουρα προκαλούν ένα τελευταίο κύμα αναστάτωσης στην αγορά, επειδή η εποχή του υφιστάμενου συστήματος φθάνει σε ένα τέλος και το διάστημα που μένει είναι ενδεχομένως μικρό για να ληφθούν οι σωστές αποφάσεις χωρίς πίεση. Όμως, από εκεί και πέρα θεωρούμε πως η εφαρμογή των νέων διατάξεων θα φέρει μια σχετική ομαλοποίηση στην αγορά.
Τι συμβαίνει όμως με τις τιμές και τα ενοίκια γενικότερα;
Οι τιμές για κάποιο μικρό διάστημα τώρα, φαίνονται να παρουσιάζουν μια σχετική σταθεροποίηση η οποία όμως θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε πως είναι περισσότερο συγκυριακή παρά ουσιαστική. Έχουμε αφενός το κατασκευαστικό κόστος να παρουσιάζει μικρότερες αυξήσεις επειδή κάποια υλικά μειώθηκαν σε σχέση με πέρσι και ο πληθωρισμός είναι επίσης πτωτικός. Έτσι, από πλευράς προσφοράς βλέπουμε μικρότερες έως και μηδενικές αυξήσεις στις ζητούμενες τιμές πώλησης το τελευταίο διάστημα. Αφετέρου, έχουμε και το αποτέλεσμα της συνεχιζόμενης αύξησης των επιτοκίων που οδήγησε σε μια σχετική κάμψη στον νέο δανεισμό και άρα μια ανάλογη κάμψη στη νέα ζήτηση –ιδιαίτερα από εγχώριους αγοραστές. Όμως, τα πιο πάνω δεδομένα δεν αποτελούν εχέγγυο για έναν επικείμενο κύκλο πτώσης τιμών επειδή στην εξίσωση υπάρχει και η ζήτηση που προέρχεται από ξένους η οποία εξακολουθεί να είναι δυνατή. Μια μικρή μεταβολή της ζήτησης προς τα πάνω θα οδηγήσει (ceteris paribus) σε ένα νέο αυξητικό ράλι τιμών. Φυσικά να τονίσουμε πως αυτή η κατάσταση με τις κυρώσεις (των λίγων) κάνει μεγάλη ζημιά στη φήμη της Κύπρου που μπορεί να λειτουργήσει καταλυτικά εναντίον των απευθείας σοβαρών επενδύσεων στη χώρα μας με όλα τα αρνητικά συνεπακόλουθα. Σε ό,τι αφορά στα ενοίκια, αυτή η περίοδος θεωρείται ως μια περίοδος που είναι πιο άνετη για τον ενοικιαστή που ψάχνει να στεγαστεί. Και ο λόγος έχει να κάνει με το γεγονός πως η πανεπιστημιακή ακαδημαϊκή χρονιά τελειώνει και πολλά διαμερίσματα μπαίνουν ξανά στην αγορά ενισχύοντας την προσφορά. Άρα, εκεί που υπήρχαν μηδαμινές επιλογές, τώρα ενδεχομένως να υπάρχουν περισσότερες. Παρόλο που ο πληθωρισμός και οι αξίες των επενδυτικών αυτών ακινήτων επέφεραν και σοβαρές αυξήσεις στα ενοίκια το προηγούμενο διάστημα, αυτήν την περίοδο βλέπουμε και μια σταθεροποίηση στα ύψη ενοικίων λόγω της αύξησης στην προσφορά. Το σίγουρο είναι πως το αργότερο από τον Αύγουστο και μετά η αγορά θα επανέλθει σε κατάσταση που θα την χαρακτηρίζει η περιορισμένη προσφορά και η αυξημένη ζήτηση. Λέγοντας για ύπαρξη επιλογών αυτήν την περίοδο να πούμε πως τα πάντα είναι σχετικά. Η μεταστέγαση μπορεί να είναι ένα ακριβό σπορ, γι’ αυτό αν ο ιδιοκτήτης του υποστατικού ζητά αύξηση του καταβαλλόμενου ενοικίου από τον ενοικιαστή, ο ενοικιαστής θα ήταν καλό να έρθει σε μια συμβιβαστική λύση μαζί του, επειδή αυτή ίσως να είναι η καλύτερη επιλογή για την τσέπη του, αναγνωρίζοντας πως και ο ιδιοκτήτης δικαιούται αποζημίωση για τον πληθωρισμό αλλά και για το αυξημένο κόστος συντήρησης της επένδυσης του.