“Να προετοιμαστείτε ψυχικά” γράφει η Άννα στο βιβλίο της. “Γιατί τούτο το ταξίδι δεν είναι όπως τα άλλα”. Πώς είναι Άννα την ρωτώ και είναι Σάββατο, εννέα το πρωί, το πούλμαν έχει την μηχανή του αναμμένη, οι πλείστοι συνταξιδιώτες μου έχουν πάρει την θέση τους και οι μικρές βαλίτσες τους είναι τοποθετημένες στον αποθηκευτικό χώρο.
Η Άννα παίρνει το μικρόφωνο, μας καλημερίζει, μοιάζει ενθουσιασμένη, κάθε φορά που κάνει ταξίδι στην Καρπασία είναι ενθουσιασμένη, “είναι ένα ταξίδι επιστροφής σε άλλους χρόνους” λέει “όταν είχαν σημασία οι άνθρωποι, η γη και τα προιόντα της, η φύση, τα δάση, η θάλασσα και τα μνημεία”. “Είναι μια εσωτερική διαδικασία κάθαρσης”, λέει μετά, και γω σκέφτομαι πως όσοι είμαστε εδώ, αυτό ίσως προσδοκούμε να νιώσουμε. Κάθομαι δίπλα στην Άντζελα, δεν την γνωρίζω, τώρα συστηνόμαστε, μου προσφέρει μπισκότο, της δίνω ένα κομμάτι σπιτικής ελιόπιττας. Σιγά σιγά θα γνωρίζω και τους υπόλοιπους σκέφτομαι και ρίχνω μια ματιά στα πρόσωπα τους, διάφορες ηλικίες, μεγάλες κυρίες και πιο νεαρά παιδιά, διακρίνω μια γνώριμη φάτσα, ειναι η Σοφία, πάνε χρόνια που έχω να την δω, κάτι πρέπει να σημαίνει που συναντιόμαστε σ’αυτή την διαδρομή, της γνέφω μακριά πως θα τα πούμε μετά, χαμογελάει.
Ο ο οδηγός μας, ο κ. Σάββας βάζει μπρος, στο οδόφραγμα βρίσκουμε και τον Ορχάν, Τουρκοκύπριος, συνοδεύει πάντα την Άννα στα ταξίδια της, σπουδαίος άνθρωπος λέει εκείνη, φαίνεται από το βλέμμα του, καθαρό σαν μικρού παιδιού, επιβιβάζεται στο πούλμαν και το ταξίδι ξεκινά. Να μάθω όσο οφείλω τον τόπο μου, με μια γνώση χειροπιαστή, αυτή είναι η ανάγκη που με ωθεί τα τελευταία χρόνια σε συχνότερα ταξίδια στην “άλλη πλευρά”, να μυρίσω τον ζέφυρο στα μαλλιά μου, να τρίψω την χούφτα μου στα ερείπια των εκκλησιών, να εισπνεύσω τη τυρκουάζ αύρα της θάλασσας και να εκπνεύσω τη χαμένη ελευθερία μέχρι να με πονέσουν τα πνευμόνια μου. Η Άννα μας εξηγεί την διαδρομή, μας λέει τα ονόματα χωριών που θα συναντήσουμε, όσοι απο μας ζήσαμε τον πόλεμο τα θυμόμαστε στην φωνή του εκφωνητή που από το ραδιόφωνο της κουζίνας λίγο πριν το μεσημεριανό μας έλεγε τα μηνύματα των εγκλωβισμένων. Η Σοφία είναι που μου ξύνει την ανάμνηση, σε μια από τις στάσεις για νερό, την θυμάσαι εκείνη την εκπομπή με ρωτά, την θυμάμαι συνειδητοποιώ, είναι κάπου χαραγμένη μέσα στο συνειδητό μου όπως τις τοιχογραφίες των ερειπωμένων εκκλησιών, σφραγίδα της προσωπικής μου ιστορίας. Η Άντζελα μου λέει πως ήρθε κι’αλλες φορές στις ξεναγήσεις της Άννας, όχι όμως στην Καρπασία, η μητέρα της λέει είναι από το Τρίκωμο, θυμάται πολλά από την διαδρομή, θυμάται κι’άλλα που θα μου τα πεί πιο μετά όταν θα τρώμε το σάντουίτς μας στην άμμο της Κώμας του Γιαλού.
Πρώτη στάση το Τρίκωμο που όπως γράφει η Άννα “αναπνέει τον ζεστό λίβα της Μεσαορίας, τον ζέφυρο της Καρπασίας και δροσίζεται από τις σαλαμίνιες αύρες”. Στο βάθος το “νέο Τρίκωμο”, πολυκατοικίες τέρατα, μπετονένια κουτιά που χτίζονται στα πλαίσια της από δω “ανάπτυξης”, αποπνιχτική εικόνα. Μπαίνουμε στην αυλή της Παναγίας του Τρικώμού, χτίσμα του 12ου αιώνα, στην εξωτερική της πλευρά “εμφανίζει μαρτυρίες που υπενθυμίζουν εμφαντικά ότι τίποτα δεν χάνεται ολοκληρωτικά”, βγάζουμε φωτογραφίες, άλλοι με τα κινητά άλλοι με φωτογραφικές μηχανές. Νιώθω στην ματιά μου το βλέμμα του ντόπιου να συνυπάρχει με κείνο ενός τουρίστα, παράξενη συνύπαρξη, μυστήριος αλληθορισμός, αφήνει μέσα μου κάτι μονίμως θολό. Η Καρπασία ξεκινά από το Τρίκωμο, η φύση της σπαρακτικά όμορφη, σε αρπάζει από τα μαλλιά και σου τρίβει την μούρη μέσα στους μωβ λαζάρους και τις κίτρινες μαργαρίτες και τα λευκά κυκλάμινα ώσπου να γίνουν μυρωδιά σου. Περνάμε από τον Άγιο Ιάκωβο, εκεί όπου οι Σουηδοί αρχαιολόγοι βρήκαν θαμμένα ολόχρυσα κτερίσματα, οι ντόπιοι τους νόμιζαν για μάγους, λέγανε πως ήρθανε στα μέρη τους θαυματοποιοί, η Άννα περιγράφει την ιστορία και όσα έγραψε ο Gjerstad στο μικρό βιβλίο… Στα Γαστριά, η Παναγία Φανερωμένη, με το συγκινητικό της εικονοστάσιο, “κάθε εκκλησιά ανακοινώνει κόσμους” λέει η Άννα, το σημειώνω και μετά κατευθυνόμαστε προς Κώμα του Γιαλού. Στο δρόμο αδέσποτα σκυλιά, ένα αγόρι πίσω από κάποιο παράθυρο μας κουνάει το χέρι του, παίρνουμε το χωματόδρομο, ο κ. Σάββας λέει πως το λεωφορείο δεν μπορεί να πάει μέχρι την λιμνοθάλασσα, κατεβαίνουμε και περπατάμε. Χαρουπιές, ελιές, σχοινιές, καλαμιώνες, ανθισμένα κυκλάμινα, χιλιάδες μαργαρίτες, χρώματα καμωμένα να τα νιώθεις στο πετσί του. “Η φύση και η ιστορία είναι μια σχέση αμφίδρομη και μοναδική όταν την αντιληφθείς¨ λέει η Άννα, αρκεί να την αντιληφθείς, σημειώνω με κεφαλαία. Τρώμε το σάντουίτς μας πλαι στην θάλασσα, ανταλάζουμε ο ένας με τον άλλο τα μικρά μας ονόματα, η ενέργεια που μας περιβάλει μας ενώνει σε κάτι υπερβατικό, δύσκολο να το περιγράψεις, εύκολο να το μοιραστείς. Δεκατέσσερεις εκκλησίες και ξωκλήσια είχε η Κώμα του Γιαλού λέει η Άννα, είχε και καφενείο γυναικών, κάθε μέρα έπρεπε να κάνουμε τέτοιες εκδρομές σκέφτομαι, αργήσαμε, ίσως άν όλοι ερχόμαστε πιο συχνά να τον αγαπούσαμε περισότερο τούτο τον τόπο και να τον απεγκλωβίζαμε από τα συνθήματα. Επόμενη στάση στην Μονή της Παναγίας της Κανακαριάς, η σημαντικότερη εκκλησία της Βυζαντινής περιόδου του νησιού. Μας ανοίγει ο κ. Ερόλ, αυτός έχει το κλειδί, Τουρκοκύπριος από την Κόσιη της Λαρνακας, είναι τώρα 78 χρονών, τόσα χρόνια αυτός είχε την έγνοια της εκκλησίας, ο ιδιος την καθάριζε, τώρα πια γέρασε, μόνο να μας ανοίγει τη πορτα μπορεί, η Άννα του δίνει δώρο ένα κονιάκ, εκείνος χαίρεται. Η Άννα μας λέει την ιστορία των τοιχογραφιών και πως στο μοναστήρι ήτανε οι πιο μορφωμένοι ανθρώποι της περιοχής και ύστερα το φως αρχίζει να πέφτει, λέει πως είναι ώρα να φεύγουμε.
Φτάνουμε κατάκοποι στο μικρό ξενοδοχείο Τερέζα που ανήκει σε Ελληνοκύπριο και τώρα το διαχειρίζεται ο Τουρκοκύπριος Ερτογάν, από την Τηλλυρία, μαζί με την γυναίκα του Σονάη, δεν προλάβατε το ωραιότερο ηλιοβασίλεμα μας λέει και μας καλοσωρίζει, τα γατιά του τον ακολουθούν νιαουρίζοντας. Τρώμε το δείπνο με τα φρέσκα ψάρια βιαστικά και προτού καληνυχτισει ο ένας τον άλλο πίνουμε μια γουλιά μπύρα στην υγειά της άλλης Κυπρου που εδώ στην άκρη της γης επιμένει να μας θυμίζει ποιοί είμαστε και ποιοί υπήρξαμε. Ύστερα παίρνει ο καθένας το κλειδί του δωματίου του και κατευθείαν για ύπνο. “Μια μέρα το παρελθόν θα μας αιφνιδιάσει με την δύναμη της επικαιρότητας του” γράφει ο Ελύτης, και μ’αυτό το στίχο να σφηνώνει στο μυαλό μου, δυσκολεύομαι να κοιμηθώ.
Υγ 1.. “Περπατώντας στην άκρη της γής μας” το πολύτιμο βιβλίο της Άννας Μαραγκού για την Καρπασία.
Υγ2 Στο επόμενο Χειρόγραφο η συνέχεια της διαδρομής…