Πώς είναι Γλαύκο να επιστρέφει κανείς στα λημέρια της νεανικής του αθωότητας; Καθόμαστε οι δύο μας έξω από το Common Room, τον εκθεσειακό χώρο που άνοιξε δίπλα από το Πρόζακ, στην οδό Μέδοντος. Στο απέναντι σπίτι- ο Γλαύκος το θυμάται, λέει, από τα παιδικά του χρόνια- ένα άσπρο σκυλί πηγαινοέρχεται στην αυλή και μας κοιτάει κουνώντας την ουρά του. Είναι γύρω στις 11 το πρωί, κάνει πότε κρύο, πότε ζέστη, o Γλαύκος φοράει το καπέλο του και εγώ μια μωβ εσάρπα, έτσι είναι οι μέρες του κόσμου πλέον, του λέω, γεμάτες από απότομα σκαμπανεβάσματα, όχι μόνο της θερμοκρασίας μα κι’αλλα πολλά. Ζεστό, κρύο, κρύο, ζεστό και στο ενδιάμεσο κανένας χρόνος προσαρμογής.
Τρώμε κρουασάν, στο χώρο πίσω μας είναι ακουμπημένα στο πάτωμα τα χαρακτικά της νεότητας του, όπου νάναι θάρθει ο βοηθός του να τα κρεμμάσουνε στους τοίχους στην σωστή τους θέση, λέει, προς το παρόν όμως προγευματίζουμε. Θέλω να μου πείς γι’αυτή την επιστροφή, του λέω και ανακατεύω το καφέ μου μέσα στο φλυτζάνι, με ενδιαφέρει πως νιώθει κανείς γυρνώντας με την μνήμη του στα χρόνια της αθωότητας, σε κάτι που έχει παρέλθει ανεπιστρεπτεί, στο οριστικά απών.
Παράξενο πράγμα η μνήμη, μου λέει και δεν το αναλύει, όπως παράξενο υποθέτω είναι και το συναίσθημα να παρατηρείς τον παλιό σου εαυτό μέσα από το σημερινό, με το δέρμα σου λιγότερο τέντωμένο και το βλέμμα περισσότερο υποψιασμένο και αναμφίβολα ένοχο. Και τα σπίτια της γειτονιάς, κι’αυτά έχουνε αλλάξει, λέει, κανένα το ίδιο και όσα παραμείναν στην θέση τους μοιάζουν πια σαν κάτι ηλικιωμένους άστεγους που τους βλέπεις και σου κόβεται η ανάσα από την θλίψη. Τα υπόλοιπα κατεδαφίστηκαν, στην θέση τους βλάστησαν μπετονένια κουτιά με τετραγωνισμένα μπαλκόνια και μικρά παράθυρα, αυστηρώς κατάλληλα για στενοκοπημένες ζωές.
Ο Γλαύκος θυμάται το κάθε σπίτι, και κείνο που έμοιαζε σαν τούρτα, και το άλλο που το ρίξανε κρυφά μια νύχτα για να μην κυρηχθεί διατηρητέο, θυμάται και τα πρόσωπα που κατοικούσανε τα σπίτια, πολλοί έχουν πια πεθάνει. Θυμάται και κείνο το συμμαθητή του που έμενε παρα έξω σε μια τρώγλη και είχε σαν κατοικίδιο ένα ποντίκι, το έφερνε μάλιστα μαζί του στο σχολείο, το έκλεινε στην χούφτα του, λέει, και το χαίδευε κάτω από το θρανίο.
Παράξενο πράγμα η μνήμη του επαναλαμβάνω σκεφτόμενη το συμμαθητή και το ποντίκι, συμφωνεί, λίγο να της ξύσει το δέρμα και ένας λαβύρινθος συνειρμών φανερώνεται, τα πάντα γίνονται παραπομπή σε κάτι άλλο, μεγάλη υπόθεση ο συνειρμός, μουρμουρίζει και γω δεν ξέρω γιατί αλλά φέρνω στο μυαλό μου την Βιρτζίνια Γούλφ: ”Το μόνο που κάνω είναι να σκαλίζω το έδαφος πάνω απο μια θαμμένη ανάμνηση” γράφει η Γούλφ “όπως όλοι, εφόσον κατα τα φαινόμενα, εαν δεν απατώμαι, όλοι θυμόμαστε κάτι, όλοι αναζητούμε κάτι κρυφά”..
Γιατί θέλησες να επιστρέψεις στα λημέρια της νεανικής σου αθωότητας; ρωτάω τον Γλαύκο, έχουμε ήδη φάει τα κρουασάν, μεταφερθήκαμε στο μέσα χώρο και τώρα περιεργάζομαι τα χαρακτικά του. Τα είχε εκθέσει πρώτη φορά στο Κοχλία της Νίκης, μου λέει, και μου μιλάει για κείνη την εποχή, η πρώτη του επιστροφή μετά το 74, η ψυχολογική του αναστάτωση, η απόφαση του να σπουδάσει ψυχολογία ύστερα από την αρχιτεκτονική, το πόσο τον επηρέασε η ψυχολογία στα πρώτα του χαρακτικά, η θεωρία του Γκέσταλτ που τότε τον είχε απορροφήσει, η μετάβαση από την χαρακτική στην ζωγραφική, η τσακκιλομηχανή του παππού του που ακόμα την ζωγραφίζει.
Νοσταλγείς; τον ρωτώ, όχι λέει, δεν νοσταλγεί, επιστρέφει στο νεανικό του εαυτό, τον κρεμμάζει στον τοίχο προφυλαγμένο με γυαλί, στους ίδιους δρόμους που μεγάλωσε, αλλά δεν νοσταλγεί. Η νοσταλγία άλλωστε όπως λέει ο Χούλιο Κορτάσαρ “είναι μεν καλή αλλά καλύτερη είναι η ελπίδα γιατί είναι εκείνη που θα βοηθήσει να ανακτήσουμε την περιοχή της νοσταλγίας αντί να μείνουμε προσκολλημένοι στην νοσταγλία της περιοχής".
Όπως και νάχει μεσημεριάσε ήδη, ο ήλιος αποφάσισε να μείνει κρυμμένος πίσω από ένα μαύρο συννεφό και μάλλον είναι ώρα να φύγω. Τυλίγομαι την εσάρπα μου, ευχαριστώ τον Γλαύκο για το χρήσιμο πρωινό και επιβεβαιώνω στον εαυτό μου πως η μνήμη είναι παράξενο πράγμα. Ή όπως το λέει πολύ καλύτερα η Ερνό : Η μνήμη ζευγαρώνει τους πεθαμένους με τους ζωντανούς, τα αληθινά πλάσματα με κείνα της φαντασίας και το όνειρο με την ιστορία…
Υγ. Η έκθεση του Γλαύκου Κουμίδη στο Common Room δίπλα από το Πρόζακ θα διαρκέσει μέχρι τις 23/3/23