Τον παρατηρώ από μια μικρή σχετικά απόσταση. Στέκεται δίπλα στο φορείο, στο φορείο είναι ξαπλωμένος ένας ηλικιωμένος άντρας, υποθέτω πως είναι ο πατέρας του, το χέρι του αγγίζει το ρυτιδιασμένο του μέτωπο και το χαιδεύει , το χαιδεύει τόσο απαλά όπως κάτι εύθραυστο και συνάμα πολύτιμο, ο ηλικιωμένος τραβάει τα σεντόνια και τις πυτζάμες, θέλει να φύγει, βγάζει απελπισμένες κραυγές, το χέρι εντείνει το χάδι και τώρα απλώνεται σε ολόκληρο το πάνω μέρος του κεφαλιού, η παλάμη ανοίγει και τεντώνεται, η ζεστασιά της ηρεμεί τον ηλικιωμένο, κλείνει τα μάτια του και επανέρχεται στην σιωπή.
Τριγύρω πηγαινοέρχονται νοσοκόμες βιαστικές, μια βιασύνη δικαιολογημένη και ταυτόχρονα αδικαιολόγητη, οι οδηγοί ασθενοφόρων κατεβάζουν κι’ άλλα φορεία, γεμίζει ο διάδρομος, οι πλείστοι ηλικιωμένοι, εξασθενημένοι, μια γυναίκα που βλέπει το ταβάνι με βλέμμα προσευχής, ένας άντρας που το βλέμμα του περιπλανιέται φοβισμένο, μια άλλη που κρατάει σφικτά το χέρι της κόρης της και δεν το αφήνει. Τους παρατηρώ με την άκρη του ματιού μου και από το μυαλό μου περνά η σκέψη πως οι καρδιές τους πάλλονται πιο γρήγορα, η τρωτότητα κάνει τους παλμούς πιο έντονους, σχεδόν ορατούς και την αφήγηση που πλάθεται σε αυτό τον χώρο που το ονομάζουν “τμήμα ατυχημάτων και επειγόντων περιστατικών”, την κάνει μια ανυπεράσπιστη ιστορία. Επιστρέφω πίσω στον χάδι του άντρα που εξακολουθεί να ζεσταίνει το μέτωπο του πατέρα του και να του γαληνεύει τις σκέψεις, οι σκέψεις εδώ μέσα είναι αλλιώτικες, σε χτυπούν με σχεδόν σωματικά χτυπήματα, βγαίνουν από το νού και σε μελανιάζουν. Ο άντρας στέκεται στην ίδια ακριβώς θέση όπως και πριν, τίποτα από ό,τι μεσολάβησε δεν απέσπασε την προσοχή του, παρέμεινε συγκεντρωμένος στην ουσία και εννοώ στο χάδι προς τον άρρωστο πατέρα του, σ’αυτό το τσακισμένο ισχνό σαρκίο που εμπεριέχει πια τον δικό του άνθρωπο και στο οποίο μάταια προσπαθεί να αναγνωρίσει κάτι από τον πατέρα που ήξερε ενώ ταυτόχρονα αναγνωρίζει πεντακάθαρα τον μελλοντικό του εαυτό.
Ο βηματισμός, οι χειρονομίες ακόμα και οι συσπάσεις στα πρόσωπα των γιατρών και των νοσοκόμων έχουν μια ενέργεια νευρική που απειλεί να σπάσει την φυσαλίδα που εκείνος με το χάδι του έφτιαξε προκειμένου να προστατεύσει τον πατέρα από την σκληρότητα που περιφέρεται τριγύρω, κανένας τριγύρω δεν μοιάζει να διατηρεί το συγκλονισμό της συνολικής εικόνας, αυτό το συγκλονισμό που κάνει την έξω πραγματικότητα να μοιάζει απατηλή και ανύπαρκτη. Σκύβει και φιλάει το πατέρα του στο μέτωπο, θέλει μ’αυτή την κίνηση να βεβαιωθεί πως σφράγισε και την τελευταία ρωγμή από την οποία θα μπορούσαν να τρυπώσουν τα αποστειρωμένα συναισθήματα που κυκλοφορούν στον αέρα των πρώτων βοηθειών, με το φιλί του στο μέτωπο του πατέρα σαν σε εικόνισμα βγάζει απαγορευτικό στον κυνισμό και στην απουσία τρυφερότητας που στριμώχνει την αξία μιας ηλικιωμένης ζωής σε ένα απρόσωπο “παππού" ή “γιαγιά”, τραβηγμένο απολίτιστα από τα φωνήεντα.
Ο πατέρας του μόλις νιώθει το φιλί αναπνέει πιο ήσυχα και οι αναπνοές πατέρα και γιού μοιάζουν να συγχρονίζονται με την ανάσα της γης σε ένα ευλογημένο ρυθμό που τους κρατά ξεκομμένους από ό,τι συμβαίνει εδω μέσα όπου ακόμα κι’αν σώζονται ζωές, οι αξιοπρέπειες πετσοκόβονται κι’αυτό για ένα ηλικιωμένο που βλέπει το τέλος καθαρότερα, δεν ανταποκρίνεται σε καμμία αίσθηση δικαιοσύνης. Σε πολύ λίγο εμφανίζεται μια νοσοκόμα, τραβά μια κουρτίνα, την ανοίγει, σπρώχνει το φορείο του πατέρα πίσω από αυτήν και την ξανακλείνει, λέγοντας στον γιό να μείνει λίγο έξω. Μόλις η κουρτίνα κλείσει ο πατέρας αρχίζει να φωνάζει και ο γιός ακουμπά στον τοίχο με τα μάτια του άδεια σαν θραύσματα γυαλιού, καρφωμένα σε ένα βάθος που το ατενίζει χωρίς ίχνος περιέργειας.