Βγάζω παπούτσια και κάλτσες και αφήνω τις πατούσες μου γυμνές να πατήσουν γερά πάνω στο χώμα, βρίσκομαι στο πάρκο Αθαλάσσας και είναι πολύ νωρίς, σχεδόν πέντε και μισή το πρωί, η πόλη είναι ακόμα παραδομένη στην νοημοσύνη του ονείρου πράγμα που την κάνει αθώα και ήρεμη, και κυρίως αδύναμη να ενοχλήσει με τους ήχους της τους χτύπους της καρδιάς.
Η καρδιά χτυπά περίπου εκατό χιλιάδες φορές την μέρα έμαθα τις προάλλες και ο χτύπος της είναι ο ήχος της προσωπικής δόνησης του καθενός μας, για πρώτη φορά χτυπά την εικοστή έβδομη μέρα της ύπαρξης μας, προτού δηλαδή πάρει το τελικό της σχήμα και δεν σταματά ούτε στιγμή μέχρι το θάνατο μας. Η Σ. επιμένει να αφήνουμε τις πατούσες μας γυμνές πάνω στην γη, να αισθανόμαστε την πέτρα, το χορτάρι, το κόκκο της άμμου, το βότσαλο, είναι μ’αυτή την γείωση που ανακουφίζεται η καρδιά και ξεκουράζεται, βαθειά εισπνοή κάτω από τα πεύκα, βαθειά εκπνοή με τις παλάμες ανοιχτές διάπλατα, αργός βηματισμός και πόροι του δέρματος ορθάνοιχτοι μέχρι να συντονιστούμε με τους παλμούς της και να νιώσουμε στο αίμα μας να κυλά συνείδηση ή αλλιώς αυτό που ονομάζουμε ψυχή.
Στο πάρκο δεν είναι κανείς άλλος τέτοια ώρα εκτός από τις πάπιες, τα βατράχια και τα αδέσποτα γατιά, τα οποία με ακολουθούν λες και ανήκουμε στην ίδια αλλοπαρμένη συμμορία, κινούνται κι’αυτά το ίδιο αργόσυρτα, συγχρονισμένα με το κύλισμα του νερού και τις ραβδώσεις που σχηματίζονται πάνω σ’αυτό από το πήγαινε-έλα των πάπιων. Κάνω ξαφνικά μια σκέψη που περισσότερο μοιάζει με διερώτηση, πώς θάτανε άραγε η μέρα μας και κατεπέκταση ο μήνας μας και τελικά ολόκληρη η ζωή μας άν προτού βυθιστούμε μέσα στις ανησυχίες που μας κατατρώνε στην καθημερινότητα της πόλης και μας καταντούνε απρόσωπους, ξεκινούσαμε την μέρα μας με ένα τέτοιο ξέσπασμα ευγνομωσύνης, δηλαδή επαφής της πατούσας με το χώμα, του πνεύμονα με το καθαρό οξυγόνο, του βλέμματος με την απειροσύνη του μπλε, της παλάμης με την επιδερμίδα των φύλλων, του σμίξιμου της καρδιάς με τον εαυτό της. Θα συνεχίζαμε άραγε να βασανιζόμαστε από τον φόβο των όσων έχουν ήδη συντελεστεί και των τρόμο αυτών που δεν έγιναν ακόμα; Θα εξακολουθούσαμε να βαδίζουμε χωρίς κανένα προαίσθημα αλλαγής μέσα στην απροβλημάτιστη μονοτονία μας κουρασμένοι να βοηθήσουμε ο ένας τον άλλον; Ή μήπως θα αρχίζαμε έστω και δειλά να διαισθανόμαστε αυτό που είχε πει κάποτε ο Πασκάλ, πως “είναι η καρδιά που αισθάνεται το θεό και όχι η λογική” και εννοεί το θείο μέσα μας.
Το πιο πιθανόν ωστόσο είναι πως στα μάτια ενός περαστικού που ενδεχομένως εμφανιζόταν ξαφνικά μπροστά μου στην διαδρομή για το πρωινό του τρέξιμο, η ξυπολησιά μου θα ξένιζε, θα με κοιτούσε περίεργα, θα έλεγε από μέσα του πως κάτι πάει λάθος μαζί μου και ούτε λόγος να σκεφτεί πως συνειδητά αισθάνθηκα την ανάγκη να νιώσω την δόνηση του σύμπαντος στα πόδια μου ώστε να πιάσω ρυθμό αποτρέποντας όσο γίνεται το ενδεχόμενο να με ρουφήξει η μάταιη βιασύνη που εκεί πάρα έξω οδηγεί ταχύτερα σε μια ιδιότυπη μοναξιά.
Η διαπίστωση αυτή και ενώ συνεχίζω να διασχίζω το πάρκο, με πάει πολλά χρόνια πίσω, τότε που είχα συναντήσει την Ιωάννα Καρυστιάνη στο σπίτι της στην Αθήνα όπου για ώρα καθόμασταν στους καναπέδες της και μιλούσαμε για όσα συνέβαιναν γύρω μας και κυρίως μέσα μας. Κάποια στιγμή μου είπε, πως “την μάχη της ζωής την κερδίζουν οι εμπνευσμένοι”, απόρησα, ποιοί είναι οι εμπνευσμένοι την ρώτησα, χαμογέλασε με επίγνωση, “όποιος διεκδικεί περισυλλογή για λογαριασμό του”, απάντησε, ζήτησα επεξήγηση, “έχουμε εκμηδενίσει τον ατομικό χρόνο περισυλλογής”, είπε, “τρέχουμε συμπιεσμένοι και εξουθενωμένοι, αυτός όμως ο χρόνος της παύσης, να εξασφαλίσεις δηλαδή ένα τέταρτο για να τον εαυτό σου, για νιώσεις την διαδρομή της αναπνοής σου καθώς διασχίζει το σώμα σου και σου γεμίζει τα πνευμόνια, αυτό είναι που ξεθολώνει το βλέμμα και καθαρίζει το μυαλό”. Και αφήνει- θα πρόσθετα σήμερα- ανεμπόδιστη την καρδιά να κρατήσει το μυστήριο ανόθευτο, ώστε να μπορέσουμε να το νιώσουμε στις παλάμες και στις πατούσες μας σαν δόνηση και σύνδεση με ό,τι μας συνιστά.
Ο ήλιος φανερώνεται δειλά πίσω από τους κορμούς των ευκαλύπτων και με επαναφέρει στο τώρα, ρίχνει δειλά τις δέσμες του προς το μέρος μου λες και θελει να παίξουμε μαζί κάποιο παιγνίδι, ποιό ακριβώς έχει υπόψιν του δεν ξέρω αλλά λέω να μείνω εδώ, με την ζέστα του στα μάγουλα μου, μέχρι να μου το αποκαλύψει…