ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Κυνηγημένο μου πουλί

Χειρόγραφο, με την Ελένη Ξένου

Της Ελένης Ξένου

Της Ελένης Ξένου

twitter

H μέρα εκείνη δεν θα αργήσει, σιγοτραγουδώ, ο Χ αλλάζει ταχύτητα, τα χρώματα σήμερα είναι καθαρά λες και τα ξέπλυνε μια βροχή, είναι γύρω στις δέκα το πρωί, ίσως και πιο νωρίς, μπόλικη κίνηση στον αυτοκινητόδρομο, κατευθυνόμαστε προς τον Πωμό, μ’ αρέσει αυτή η διαδρομή, περνάει από σχισμένα βουνά και τούνελ και φράγμα και θάλασσα, έχει όλα τα συστατικά της περιπέτειας και της φυγής, συνεχίζω να σιγοτραγουδώ πως η μέρα εκείνη δεν θα αργήσει, παρότι δεν είμαι σίγουρη πόσο το πιστεύω πια. Το πιστεύω; Ρωτώ τον Χ, εκείνος λέει πως όλα τα νιώθει παράξενα ή ίσως να ’χει ο ίδιος παραξενέψει, λες και είναι αναγκασμένος να ζει σε έναν ανάποδο κόσμο που στον ζεστό του αέρα αιωρείται μια νοσταλγία για πράγματα που ακόμα δεν έχουν χαθεί, τα τραγούδια, του λέω, είναι το μόνο καταπραϋντικό, και να που τώρα παίζει το “Κορίτσι που απόψε σε θέλει, δυο λογάκια να του πεις τρυφερά”, ανεβάζω ένταση και βγάζω το χέρι από το παράθυρο να ανεμίζει όπως στις παλιές ελληνικές ταινίες, μπροστά μου περνούν μαυρόασπρα πλάνα με λευκά μαντήλια που χορεύουν συγχρονισμένα, ο πατέρας μου αγαπούσε αυτές τις ταινίες, αν ζούσε θα του άρεσε να τραγουδάει αυτό το κομμάτι, σκέφτομαι, όπως του άρεσε να περνάει ώρες μπροστά από την τηλεόραση βλέποντας ξανά τα φιλμ του Φίνου, τον ξεκούραζε η αφέλεια τους, η αφέλεια είναι ξεκουραστική λέω στο Χ, την αποζητά το μυαλό όταν ξεμείνεις από ελπίδα, εμείς άραγε με τι θα ξεκουράζουμε τον νου μας όταν θα ’χουμε ξεμείνει ολότελα από ελπίδα, διερωτώμαι, δεν ομολογώ ωστόσο την ερώτηση, αναγνωρίζω πως εμπεριέχει υψηλής πυκνότητας απελπισία, όσο μεγαλώνεις όμως αυτό συμβαίνει, δεν αραιώνει η απελπισία.

Ευτυχώς αρχίζει να παίζει το Φλασάκι και με αποσπά, κάποτε, στα φοιτητικά μου χρόνια, ήταν το αγαπημένο μου κομμάτι, τότε που στρίμωχνα τα πόδια μου σε στενά ξεβαμμένα τζιν και τις ανησυχίες μου σε μαύρα άιλανερ και τριγυρνούσα στους δρόμους της Αθήνας πεπεισμένη πως ο μόνος τρόπος να απαλλαγώ από τη θλίψη της γενιάς μου που της κληροδοτήθηκε σε συσσίτιο συμπυκνωμένου γάλακτος ήταν να καπνίζω μανιωδώς κάμελ άφιλτρα, να βυθίζομαι στις βιολέτες του Λειβαδίτη και να τραγουδώ το Φλασάκι και την Σκόνη. Ο Χ εκείνη την εποχή χωνότανε για ώρες μέσα στα σινεμά και έβλεπε τη μια ταινία μετά την άλλη και τα βράδια έπινε, λέει, μπόλικο ουίσκι με πάγο μέχρι που λιποθυμούσε πάνω στα μαξιλάρια, ο καθένας έψαχνε τρόπο να δραπετεύσει από μια πραγματικότητα λειψή που τρεμόπαιζε μπροστά στα μάτια μας σαν διαρκής ενόχληση, λογαριαστήκαμε άραγε τελικά μ’ αυτές τις παραδοχές ή τις αφήσαμε να κατακάθονται σαν ακάρεα μέσα στο υπόστρωμα του συνειδητού μας, ποιος ξέρει να πει με βεβαιότητα.

Έχουμε ήδη φτάσει Πάφο, ο Χ σταματάει σε ένα περίπτερο για νερό και χαρτομάντηλα, πότε περάσαμε το τούνελ και κείνο το άλλο το σημείο που πάντα μου αρέσει γιατί στη στροφή του ξεπροβάλλει η θάλασσα σαν έκπληξη, δεν το ’χω καταλάβει, κάπου ανάμεσα στις σκέψεις και στα τραγούδια και στην τρομερή συναίσθηση της τρωτότητας μας, μου ξεγλίστρησε ο χρόνος και να που τώρα έρχονται και οι Μέλισσες να μου επιβεβαιώσουν πως η ζωή μου από τούδε και στο εξής θα διαδραματίζεται κάτω από το σκληρό βλέμμα των απόντων. Τινάζω το βασιλικό να σταματήσω το κακό, αυτός ο στίχος είναι που με στριμώχνει πιο πολύ και είναι γιατί φαντάζομαι τους βασιλικούς στις τσίγκινες γλάστρες και το χώμα τους σφηνωμένο στα ρυτιδιασμένα χέρια των γυναικών που τους φύτεψαν με την προσδοκία πως ξορκίζουν το κακό, ξορκίζουν και τις ειδήσεις, ξορκίζουν και το τραύμα και τις εκρήξεις και τον ήχο των αεροπλάνων που τόσα βράδια με άφηνε άυπνη και σηκωνόμουν μέσα στα σκοτάδια για να ψάξω μια μουσική να με ησυχάσει, ένα τραγούδι ανάλαφρο, όπως αυτό εδώ που αρχίζει τώρα και είναι φρέσκο και μιλάει για ένα ταξίδι χωρίς προορισμό και από τον Πωμό με πάει στο Παγκράτι και από κει σε όλο τον κόσμο, και ύστερα με φέρνει πίσω στο σημείο να επιστρέφω σε πράγματα που οι άλλοι έχουν μάθει να ξεχνούν, μπορεί όμως για όλα αυτά τελικά να φταίει το φθινόπωρο, όπου κλείνεσαι, βγάζεις μάλλινα και απομακρύνεσαι.

Περνάμε Αργάκα, Αγία Μαρίνα, πλησιάζουμε τα Νέα Δήμματα, φτάσαμε σιγά-σιγά, μικρά σπιτάκια δεξιά και αριστερά, ηλικιωμένοι με την πλάτη γυρισμένη στη θάλασσα πλάι σε ραδιόφωνα ανοιχτά στη δυσοσμία της επικαιρότητας, θα αργήσει άραγε εκείνη η μέρα, ρωτώ ξανά το Χ, ποια μέρα απορεί εκείνος και ’γω δεν ξέρω πια πώς να την περιγράψω…

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Της Ελένης Ξένου

Χειρόγραφα: Τελευταία Ενημέρωση

O Καμύ είχε πει ότι «δεν έχουμε το χρόνο να είμαστε αυθεντικοί, έχουμε μόνο το χρόνο να είμαστε ευτυχισμένοι», το ευτυχισμένος ...
Της Ελένης Ξένου
 |  ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ
Προορισμός σήμερα η Μεσαιωνική Αμμόχωστος, δεν έχω πάει ποτέ, νάσαι «τουρίστας» στον ίδιο σου τον τόπο είναι κάτι σαν ...
Της Ελένης Ξένου
 |  ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ