![](https://www.kathimerini.com.cy/assets/modules/wnp/articles/202502/548391/images/b_proti.jpg)
Πάω με τα πόδια σε μια παράσταση στο Δημοτικό Θέατρο Λευκωσίας κι αυτό σημαίνει ότι διασχίζω την Kωνσταντίνου Παλαιολόγου, φτάνω στην πλατεία Ελευθερίας και στρίβω στη Ρηγαίνης με κατεύθυνση την Πύλη Πάφου. Είναι από τις πιο κρύες μέρες του χειμώνα, τυλίγομαι το κασκόλ και βάζω τα χέρια στις τσέπες. Στ’ αυτιά μου έχω ακουστικά και ακούω μια μουσική που ανακάλυψα πρόσφατα και που μοιάζει με προσευχή, με κάνει δηλαδή, όπου κι αν είμαι, να νιώθω πως αιωρούμαι. Στην αρχή της Ρηγαίνης μού έρχεται αυτή η ιδέα που θα σας πω σε λίγο, πρώτα να πω πως δεν ξέρω πώς μου προέκυψε, υποψιάζομαι ότι είναι καιρό τώρα που με γυροφέρνει περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή για να μου φανερωθεί κι αυτό το λέω γιατί είχε περάσει μια-δύο φορές ξυστά από μπροστά μου σαν σκέψη-πώς θα ’τανε άραγε ο κόσμος αν δοκιμάζαμε να βλέπαμε ο ένας τον άλλο έτσι- την έδιωχνα ωστόσο αμέσως, σχεδόν αντανακλαστικά, κάτι πάνω της με φόβιζε. Τώρα όμως είτε αυτή είναι πιο επίμονη, είτε εγώ έχω πάψει να την φοβάμαι, ίσως και τα δύο, δεν έχει και τόση σημασία όσο το ότι διάλεξε αυτό το παγωμένο κυριακάτικο απόγευμα για να επανέλθει και μάλιστα στην διαδρομή μου προς την Κούκλα του Κάφκα και τα γράμματα που της έγραφε. Κάτι μυστήριο λοιπόν συνεργεί-η κούκλα, το κρύο, η μουσική/προσευχή, ο Κάφκα ή και όλα μαζί- και με ωθεί να παίξω αυτό το “παιγνίδι”: Κάθε άνθρωπο που συναντώ στον δρόμο μου να τον κοιτάζω στην παιδική του εκδοχή, να εξαφανίζω τον ενήλικα από πάνω του και να τον βλέπω σαν το μικρό παιδί που κάποτε υπήρξε, έτσι να τους φαντάζομαι όλους, μικρά αγόρια και μικρά κορίτσια που κάπου έχουν χάσει το παιγνίδι τους.
Η Ρηγαίνης είναι γεμάτη ξένους, όλοι ντυμένοι με τα καλά τους, περπατάνε προς τα λεωφορεία ή ψωνίζουν από τα μικρά μπακάλικα που πουλάνε “δικά” τους φαγητά, το ρεπό τους όπου να ’ναι τελειώνει και η “γιορτή” μπαίνει σε αναμονή μέχρι την άλλη Κυριακή. Βάζω την μουσική/προσευχή σε επανάληψη, επιβραδύνω το βήμα μου και με το μαγικό μου ραβδί τους αγγίζω ένα-ένα για να αρχίσω το παιγνίδι μου. Σε χρόνο μηδέν η κουρασμένη κυρία με τα γκρίζα μαλλιά που κάθεται πίσω από ένα ψυγείο γεμάτο ψάρια γίνεται ένα μικρό κοριτσάκι με απορημένα μάτια λουσμένο στην αστερόσκονη και κείνος ο ξένος παραπέρα με τις μαύρες σαγιονάρες και τα πυκνά μούσια, στην πραγματικότητα είναι ένα παραπονιάρικο αγοράκι που κατουράει ακόμα στα σεντόνια του. Και ο άλλος που ακουμπάει στον τοίχο και ανάβει τώρα τσιγάρο τουρτουρίζοντας είναι το αγοράκι που ψάχνει τρόπο να γυρίσει πίσω σπίτι του και η γυναίκα απέναντι που μιλάει δυνατά στο τηλέφωνο και έχει τα μάτια της βαμμένα με μπλε σκιά, είναι το κοριτσάκι που τα απογεύματα ζωγραφίζει λουλούδια με το κραγιόν της μαμάς πάνω στους τοίχους του δωματίου του. Και όσο γύρω μου γεμίζει ο τόπος με μικρά παιδάκια χαμένα στα σώματα μεγάλων, γίνομαι και γω σιγά-σιγά το κοριτσάκι που εδώ και χρόνια ζει μόνο μέσα στις παλιές φωτογραφίες μου και εννοώ πως χρειαζόταν μεγάλη προσπάθεια να το μετακινήσω έξω από την ζελατίνα του, και δεν ήταν η προσπάθεια το εμπόδιο, ήταν που φοβόμουν μην το απογοητεύσω. Τώρα όμως, σ’ αυτό το κρύο απόγευμα, οι φόβοι εξαφανίζονται και το ίδιο κάνουν και οι παγίδες του μυαλού, μόνο φόβους και παγίδες ξέρει πια να φτιάχνει το μυαλό γι’ αυτό και το εμπιστεύομαι όλο και λιγότερο, προτιμώ να ακούω την καρδιά, εκείνη με ξέρει καλύτερα, με ξέρει από τόσο δα μωρό.
Το παιγνίδι όλα τα μεταμορφώνει, τα μαγαζιά με τα μπαχαρικά, το φαγάδικα με τον γύρο, ο παλιός ρολογάς, το κατάστημα με τα εσώρουχα, οι σφηνωμένοι πάγκοι με τα ασιατικά λαχανικά, μοιάζουν όλα με χρωματιστά λέκο, που το ένα σφηνώνει πάνω στο άλλο σαν αναπόσπαστα κομμάτια του όλου. Στο μεταξύ έχω ήδη φτάσει στον Δημοτικό κήπο πλάι από το θέατρο και ειλικρινά δεν θυμάμαι αν έφτασα χοροπηδώντας ή κανονικά, στο κάτω-κάτω τι πάει να πει κανονικά, το πιο κανονικό είναι να παραμένεις παιδί, όλα τα άλλα έχουν αποτύχει. Δεκάδες ξένοι περιφέρονται στο πάρκο και μαζεύουν τις κουβέρτες τους και τα σκουπίδια τους, τους αγγίζω κι αυτούς με το μαγικό ραβδί και μένω να τους παρατηρώ μέχρι να βεβαιωθώ πως ολάκερος ο κόσμος δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια τεράστια αυλή γεμάτη παιδικές φωνές.
Και ύστερα προσπερνώ τον ποιητή με το σκυφτό κεφάλι-τί άραγε να σκέφτεται;- μπαίνω μέσα στο θέατρο και κάθομαι στην θέση μου περιμένοντας την Κούκλα του Κάφκα, που κι αυτή παρότι μοιάζει με παιγνίδι είναι μια ιστορία πέρα για πέρα αληθινή. Και όσοι την έχουν αμφισβητήσει ως τέτοια προφανώς δεν έχουν μάθει να νιώθουν αυτό που λέει ο Ελύτης: “Πως την άλω που δίνει στα πράγματα η παιδική μας ηλικία είναι που κυνηγάμε κατά βάθος σε όλη μας την ζωή. Και που μεγάλο της αντίκρισμα είναι η αθωότητα…”