ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Το ποδήλατο του Ορχάν

Χειρόγραφο, με την Ελένη Ξένου

Της Ελένης Ξένου

Της Ελένης Ξένου

twitter

Ο Ορχάν έφερε μπουρέκια με μανιτάρια και αναρή, τα έψησε στην σάτσι λέει, έχει βάλει μέσα και τζίντζερ, είναι φανταστικά, τρώμε όλοι μας λαίμαργα καθισμένοι στο πιο ψηλό βράχο στο Βουνί, στην άλλη πλευρά, ο ουρανός μύριζει κύμα και η θάλασσα σύννεφα και ο στενός ασφαλτένιος ζικ-ζάκ δρόμος που σκαρφαλώνει τα καταπράσινα γύρω βουνά μοιάζει λες και κυνηγάει το άπειρο μεθυσμένος. Το δέρμα μου απορροφά ήλιο και πληροφορία, η Άννα λίγο πριν μας έλεγε για τους Σουηδούς που έκαναν εδώ ανασκαφές και ανακάλυψαν αυτό το παλάτι στην κορυφή του βουνού, το μυαλό μου πάει στο μυθιστόρημα της Λουίζας, στο Ξενή και στην κόρη και στα γράμματα του νεαρού ξανθού Σουηδού αρχαιολόγου, να θυμηθώ να της πω πως σήμερα περπατούσα μέσα στις λέξεις της, παράξενο πράγμα να περπατάς μέσα στις λέξεις μα πιο παράξενο να νιώθεις την δόνηση τους να αναδύεται από το υπόστρωμα της γης και της ιστορίας χαιδεύοντας τις ρίζες σου.

Ο Ορχάν τώρα ζει στον Καραβά λέει, δίπλα, του λέω, είναι το χωριό του πατέρα μου, η Λάπηθος, και είναι λες και από αυτή την γειτνιάση προσδοκώ να μας φανερωθεί μια άλλη νοηματοδότηση, τον ρωτώ που ζούσε πριν τον πόλεμο, μου λέει πως το σπίτι του ήτανε στα Περβόλια και πως όταν ήτανε μικρός οκτώ-εννιά χρονών, πουλούσε γιασεμιά, προτιμούσε όμως να πηγαίνει στο μαχαλά τον Ελληνικό να τα πουλά, ντρεπότανε να τον βλέπουνε τα κορίτσια της δικής του γειτονιάς, κοκκινίζανε τα μάγουλα του. Τον φαντάζομαι παιδάκι με τα κολιέ από γιασεμιά δέσμες στα χέρια του, τα θυμάμαι εκείνα τα κολιέ, η μάνα μου αγόραζε πάντα όποτε κάποιος πλανώδιος πωλητής εμφανιζόταν μπροστά μας, τα κρέμαζε στην πόρτα του δωματίου μου για ναναι, έλεγε, οι νύχτες μου μυρωδάτες, έτσι και ο Ορχάν σκέφτομαι, ένας πιτσιρικάς που πουλούσε γιασεμιά για νύχτες μυρωδάτες και είναι η τρυφερότητα αυτής της εικόνας τόσο αιχμηρή που πληγώνει την παρούσα στιγμή σαν φρεσκοακονισμένο μαχαίρι.

Ο Ορχάν κόβει ακόμα ένα κομμάτι μπουρέκι και μου το δίνει, ένα διάφανο σύννεφο κάνει βόλτες τώρα πάνω από τα κεφάλια μας χωρίς ωστόσο να απειλεί την διαύγεια της μέρας και η ομορφιά της που εξακολουθεί αμέριμνη να απλώνεται κάτω από το βλέμμα μας μοιάζει σαν καθαρή οδηγία να ανασυστήσουμε τις ζωές μας. Η Άννα μου δείχνει στο βάθος την Πέτρα του Λιμνίτη που ασάλευτη μας παρακολουθεί σκορπίζοντας την ενέργεια της μέχρι εδώ όπου παρότι καθόμαστε χαλαροί και αναπνέουμε την μαγευτική φύση νιώθουμε ανομολόγητα πως σε κάθε αναπνοή κατακάθεται μια πίκρα στα πνευμόνια μας αδιόρατη σαν σκόνη.

Αυτή η δυτική μεριά του νησιού δεν έχει αναπτυχθεί όπως αλλού, λέει η Άννα, έμεινε σχεδόν ανέπαφη στο χρόνο, τα μικρά χαρακτηριστικά σπιτάκια της κυπριακής επαρχίας είναι σκορπισμένα εδώ και κει σαν σιωπηλοί μάρτυρες, κοιτάζω ένα μικρό στο βάθος, σχεδόν στο μέγεθος καλύβας, είναι χτισμένο δίπλα στο κύμα και μοιάζει σαν αναλαμπή ειρήνης, πώς τα καταφέραμε και έγιναν οι ζωές μας εντοιχισμένες, συλλογιέμαι, ξέχωρα ο ένας από τον άλλο κλεισμένοι μέσα στους τοίχους, τους πραγματικούς και κείνους του νου, απρόθυμοι και φοβισμένοι να πλύνουμε το σώμα μας με το οξυγόνο των βοτάνων μας. Ο Ορχάν έφυγε, λέει, από τα Περβόλια το 58 όταν ξέσπασαν ταραχές, τους είπανε ότι στο κέντρο της Λάρνακας ίσως να ήταν πιο ασφαλείς, βρήκανε ένα μικρό σπίτι εκεί και μετακομίσαν, άλλαξε δουλειά, πουλούσε παπουτσόσυκα που τα κουβαλούσε σε ένα μικρό καρότσι και με τα λεφτά που μάζεψε αγόρασε ένα ποδήλατο που το έβαψε πράσινο, κανένας άλλος δεν είχε πράσινο ποδήλατο, μόνο ο Ορχάν.

Το ’63 όταν ξέσπασαν φασαρίες ήρθαν λεωφορεία να τους απομακρύνουν, δεν ήθελε να φύγει, δεν ήθελε να αφήσει το ποδήλατο του, του υποσχέθηκαν πως θα γυρνούσαν ένα-δύο μέρες μετά για να το πάρει, δεν γύρισαν, ο πατέρας του σκοτώθηκε στις φασαρίες, το πράσινο ποδήλατο χάθηκε οριστικά, δύο μέρες μετά τίποτα δεν ήταν πια το ίδιο, το σπίτι τους γέμισε πεθαμένους. Κάνει μια μεγάλη παύση που βγάζει περισσότερο θόρυβο από ό,τι οι λέξεις, “και τί καταλάβαμε;” σιγουμουρμουρίζει μετά, “χάσαμε όλοι την πατρίδα μας”, λέει ψυθιριστά και ύστερα βιάζεται να απομακρυνθεί όσο πιο γρήγορα γίνεται από αυτή την μελαγχολική μνήμη που ενεργοποιείται μπροστά σε μια χαμένη πραγματικότητα. Πριν φτάσουμε στο Βουνί διασχίσαμε την Μόρφου και τα περβόλια της, κάναμε στάση στην εκκλησία του Αγίου Μάμα, περπατήσαμε στους Σόλους και στο αρχαίο θέατρο και έπειτα Καραβοστάσι και Ποταμός του Κάμπου, μέχρι που φτάσαμε σε κείνο το πιο ψηλό σημείο όπου ο ουρανός γίνεται θάλασσα και η θάλασσα ουρανός και οι ιστορίες παραμένουν εκτεθειμένες μόνο στην καλοσύνη του Θεού. Θα μπορέσουμε άραγε ποτέ να δραπετεύσουμε από τον αέναο παραλογισμό, διερωτώμαι καθώς επιστρέφουμε, πουθενά όμως δεν βρίσκω πια κολιέ φτιαγμένα από γιασεμιά κι’αυτό το λογαριάζω σαν κακό οιωνό.

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Της Ελένης Ξένου

Χειρόγραφα: Τελευταία Ενημέρωση

O Καμύ είχε πει ότι «δεν έχουμε το χρόνο να είμαστε αυθεντικοί, έχουμε μόνο το χρόνο να είμαστε ευτυχισμένοι», το ευτυχισμένος ...
Της Ελένης Ξένου
 |  ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ
Προορισμός σήμερα η Μεσαιωνική Αμμόχωστος, δεν έχω πάει ποτέ, νάσαι «τουρίστας» στον ίδιο σου τον τόπο είναι κάτι σαν ...
Της Ελένης Ξένου
 |  ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ