Καθόμασταν σε μια γνωστή καφετέρια της πόλης, δεν θυμάμαι αν είχε ήλιο ή συννεφιά, επιλέγω το δεύτερο ως πιο ξεκούραστο, εσύ κάπνιζες μανιωδώς την πίπα σου, πατίκωνες πότε-πότε τον καπνό και δεν μιλούσες, περίμενες να μ’ ακούσεις, ήθελα να σου πω πως ήτανε ανάγκη επιτακτική να λείψω για καιρό σε ένα μέρος μακρινό και έψαχνα τις λέξεις τις δικές μας για να στο εξηγήσω, πάντα υπήρχε μια ιδιαίτερη συνεννόηση μεταξύ μας και εννοώ πως στις δύσκολες ώρες εσύ διάλεγες να μου μιλήσεις για το βατραχάκι που ερχότανε τα καλοκαιρινά απογεύματα στην αυλή μας και καθότανε στην παλάμη σου, πράγμα σπάνιο, που δεν συμβαίνει δηλαδή υπό κανονικές συνθήκες, γι’ αυτό ήθελες η κουβέντα να κατευθυνθεί εκεί, αυτό ήτανε το ζητούμενο, οι μη κανονικές συνθήκες, οι εξαιρέσεις από το κανόνα και το πάρα έξω από το σύνηθες, ναι, αυτό έπρεπε να είναι το ζητούμενο ώστε να συμβαίνει μια αλήθεια και να μιλάμε αληθινά και να’ ναι τα πράγματα αληθινά και αν δεν κάνω λάθος το βατραχάκι, το ονόμασες Νώε, από κείνο το ανέκδοτο που σου άρεσε να μ’ ακούς να το διηγούμαι στις παρέες και σε έκανε να καυχιέσαι πως η κόρη σου αφηγείται όμορφα ιστορίες, γι’ αυτό διάλεξες το Νώε και όχι για λόγους θρησκευτικούς, ο Νώε λοιπόν ερχόταν και καθόταν στην παλάμη σου και συ του χάιδευες την πλάτη με τα ακροδάχτυλα όπως χαϊδεύει κανείς ένα γατί και ύστερα έφευγε ευχαριστημένο και σε άφηνε με μια αποκαμωμένη γλυκύτητα που σε αγαλλίαζε και σε ισορροπούσε και συνάμα σε διατηρούσε σε μια φιλήσυχη μοναξιά που μόνο μαζί μου την μοιραζόσουνα, και έτσι έμαθα και ’γω να ισορροπώ με τα αλλόκοτα, στα κανονικά παραπατούσα και έπεφτα, από νωρίς το διαισθάνθηκες πως αυτός ήταν ο δρόμος και ανησυχούσες, όταν όμως επέμενα να μου διηγηθείς ξανά αυτές τις ιστορίες δεχόσουνα με χαρά και πιο πολύ χαιρόσουν με κείνη του σκίουρου στην Ουάσιγκτον, τότε που πήγες με την δουλειά για κάτι σεμινάρια και αυτός ο σκίουρος ήτανε στο πάρκο που έκανες το διάλλειμα σου και ερχότανε, έλεγες, και σε έβρισκε κάθε μέρα και έτριβε την ουρά του στα πόδια σου, πράγμα σπάνιο, οι σκίουροι δεν πλησιάζουν τους ανθρώπους, εσένα όμως ο Αμερικάνος σκίουρος δεν σε φοβότανε λες και είχατε γνωριστεί από πολύ παλιά, σε κάποια άλλη συναστρία, σε άφηνε μάλιστα να τον παίρνεις αγκαλιά και εννοείται πως όλα αυτά τα έκανες κρυφά μην σε δει κάποιος από τους συναδέλφους σου και σε περάσει για τρελό, για σένα όμως δεν ήταν τρέλα, ήτανε παρακαταθήκη, να ’χει η μνήμη να ανασύρει κάτι εξωπραγματικό όταν το τέλος πλησιάζει ώστε να μετριάζεται ο φόβος και αυτό ήταν τελικά που συνέβηκε, λίγους μήνες πριν πεθάνεις μόνο γι’ αυτά ήθελες να μιλάς, για το σκιουράκι στην Ουάσιγκτον και τον Νώε στο εξοχικό και το ποντικάκι που δεν θυμάμαι πως το είχες βαφτίσει αλλά ερχότανε στην βεράντα τα βράδια που ξενυχτούσες γράφοντας την αγωνία σου για μέλλον του τόπου και τότε ήταν που εμφανιζότανε το ποντικάκι και σου αποσπούσε την προσοχή και έτρεχες στο ψυγείο να κόψεις ένα κομμάτι τυρί να του δώσεις και το έβαζες μάλιστα πάνω στα χειρόγραφα σου χωρίς να σε γνοιάζει που λέκιαζε τις αγωνιώδεις λέξεις σου και τέλος πάντων αυτά ήταν που στριφογύριζαν στο μυαλό μου εκείνη την μέρα που δεν θυμάμαι αν ήτανε συννεφιασμένη ή ηλιόλουστη και που εσύ πατίκωνες το καπνό στην πίπα σου, και κάπως έτσι πήρα το θάρρος να σου μιλήσω για την πράσινη σαύρα που κατοικούσε στο ταβάνι μιας καλύβας στην άλλη άκρη της γης και να σου πω πως ήταν το ακίνητο της βλέμμα που μου προκάλεσε την περιέργεια να μετακινηθώ από την θέση μου, λες και μου διάνοιξε ένα πέρασμα που μόνο εσύ θα κατανοούσες πως ήταν για εξερεύνηση και γι’ αυτό με άκουγες χωρίς να μιλάς, και ήταν μια μοναδική και αναντικατάστατη στιγμή που τώρα συνειδητοποιώ πως δεν την αξιολόγησα τότε όπως της άξιζε, εννοώ πως μόνο όταν έφυγες από την ζωή κατανόησα πόσο καθοριστική υπήρξε για την διαβίωση μου η συνεννόηση εκείνης της μέρας και ο λόγος που επανέρχομαι τώρα σ’ αυτήν είναι επειδή σήμερα το πρωί κάναμε το μνημόσυνο σου και ενώ ήμουνα μέσα στην εκκλησία και άκουγα τις ψαλμωδίες, πέρασε από μπροστά μου η πράσινη σαύρα και το βατραχάκι και το ποντίκι και κείνος ο Αμερικάνος σκίουρος, το ένα πίσω από το άλλο σαν σε παρέλαση, και το ’νιωσα στο δέρμα μου σαν ηλεκτρισμό πως ο δρόμος αυτός είναι, ανέκαθεν αυτός ήταν και δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι κάποιος άλλος αν εκείνο που προσδοκούμε είναι να έχουμε την τύχη των αθώων…