Χθές βράδυ έβρεχε όλη νύχτα, καθάρισε η ψυχή μου, η φύση έχει όλα τα μυστικά και τα μοιράζει, δεν κρατάει τίποτα για την ίδια, αρκεί να μην είσαι ξεκομμένος από δαύτην κι’ολα είναι εκεί, σε μια αέναη διδαχή. Μετά το πρόγευμα η Ίνα επιμένει να πάμε βόλτα στο Ταγκόλ, το Ταγκόλ είναι η πιο κοντινή πόλη, μοιάζει πιο πολύ με μεγάλο χωριό, σήμερα έχει λαική αγορά στο κέντρο και θέλει, λέει, να αγοράσει μυρωδάτες κανέλες για τις κρύες νύχτες του χειμώνα.
Η Ίνα είναι από την Γερμανία, ζει σε μια πόλη που δεν την έχω ξανακούσει, δυσκολεύτηκα να συγκρατήσω το όνομα της, είναι μητέρα δύο αγοριών, πρώτη φορά μετά το γάμο της ταξιδεύει μόνη, της χρειάστηκε, λέει, ένα τέτοιο ταξίδι, όταν συνειδητοποίησε πόσο είχε αποσυνδέθει από τον εαυτό της. Σε λιγότερο από μισή ώρα ένα τουκ-τουκ μας περιμένει στην είσοδο του retreat για να μας μεταφέρει στην αγορά, προτού ξεκινήσουμε ζητάμε από τον οδηγό να μας βγάλει φωτογραφία καθισμένες στο πίσω κάθισμα, στην οροφή του τουκ τουκ είναι τυπωμένη η αφίσα των “Πειρατών της Καραιβικής” και από το καθρεφτάκι κρέμονται ένα σωρό μικροί βούδες, είναι τόσο εξωφρενικό αυτό το όχημα που σε κάνει να νιώθεις σαν παιδί σε λούνα πάρκ. Διασχίζουμε σε αργή ταχύτητα λίμνες καλυμένες με νούφαρα και χωματόδρομους πνιγμένους στο πράσινο, ένα σωρό αδέσποτα σκυλιά αράζουν στη μέση του δρόμου με την βεβαιότητα πως ο κίνδυνος να τα πατήσει αυτοκίνητο είναι απομακρυσμένος και μόνο λίγα δευτερόλεπτα προτού περάσει ξυστά απο το πλάι τους βάζουν σε κίνηση τα αντανακλαστικα τους, κόβεται η ανάσα μου κάθε φορά που τα προσπερνάμε, ο οδηγός γελάει, μην ανησυχείς, λέει, σε σπασμένα αγγλικά, αυτά ξέρουν.
Περνάμε από ένα μεγάλο δρόμο γεμάτο με κιόσκια που πουλάνε καρύδες, γερασμένες φιγούρες κάθονται μέσα στην ζέστη με πολύχρωμα ρούχα, το βλέμμα τους αφημένο στην μοίρα και ταυτόχρονα προσαρμοσμένο στις εικόνες που περνούν από μπροστά τους, τους χαιρετάμε κουνώντας τα χέρια, απαντούν με ράθυμο χαμόγελο, ένα λεωφορείο μας προσπερνά, χάνουμε για λίγο επαφή. Όσο διαρκεί η διαδρομή δεν μιλάμε μεταξύ μας, απορροφούμε ατμόσφαιρες, μυρωδιές, χρώματα και ήχους για να νιώσουμε στο δέρμα μας τη χώρα σαν ταξιδιώτες και όχι σαν τουρίστες, μεγάλη η διαφορά, οι πρώτοι είναι διαθετειμένοι να περπατήσουν έξω από τα όρια τους, οι δεύτεροι μένουν προσκολλημένοι στις “τακτοποιημένες” ζωές τους και στα φίλτρα ασφαλείας. Το τουκ-τουκ σταματά σε ένα παράδρομο, ο οδηγός μας δείχνει την είσοδο της αγοράς, πλήθος πηγαινοέρχεται, αδέσποτοι σκύλοι πανταχού παρόντες, ελπίζουν σε ένα κομμάτι ψάρι, εδώ οι σκύλοι τρώνε ψάρια μάθαμε τις προάλλες, τα ψάρια είναι σε αφθονία ενώ το κρέας ακριβό.
Οι κόρνες παίζουν ασταμάτητα, φωνές συλλαβίζουν ακατανόητες προτάσεις στην διαπασών, διαφημίζουν, υποθέτω, την πραμάτεια τους, μπαίνουμε στην αγορά, ένα μείγμα από μυρωδιές- αναγνωρίζω κάρυ, κανέλα, και κύμινο-εισβάλλουν στα ρουθούνια μου και με ζαλίζουν, είμαστε οι μόνες ξένες που περιφέρονται εδώ, οι υπόλοιποι ντόπιοι που μας κοιτάνε όπως εμείς τα παράξενα εξωτικά τους φρούτα, όταν δε αντιληφθούν πως κάποιο από αυτά μας κέντρισε την περιέργεια μας προσφέρουν να δοκιμάσουμε, οι συννενοήσεις μεταξύ μας γίνονται με χειρονομίες και νοήματα, δεν μιλάνε αγγλικά, κι’αυτός ο “διάλογος” είναι εν μέρει καθησυχαστικός ως λιγότερο εκτεθειμένος σε παρερμηνείες. Περιφέρομαι ανάμεσα σε σακκούλες γεμάτες μπαχαρικά, προσπαθώ να ξεχωρίσω την κάθε μυρωδιά σαν ένα παιγνίδι που ακονίζει την όσφρηση, μετά κατευθύνομαι σε μια στοίβη από μικρά κόκκινα στρογγυλά φρούτα που μοιάζουν με αχινούς, τα αγγίζω και η υφή τους είναι απαλή, δεν ξέρω πώς τα λένε, είναι όμως πεντανόστιμα.
Νιώθω τις αισθήσεις μου να ενεργοποιούνται στο μέγιστο, γι’αυτό αγαπώ τις υπαίθριες αγορές, εκεί είναι που οσμίζεσαι το άρωμα και τον ιδρώτα του κάθε τόπου και συνειδητοποιείς πως ό,τι για σένα αποτελεί ενδεχομένως αδιανόητη συνθήκη-οι δεκάδες μύγες πάνω στα ψάρια, οι λερωμένες πατούσες πλάι από τα λαχανικά, τα πλατιά χαμόγελα με τα ελάχιστα εναπομείνοντα δόντια- κάπου αλλού στο πλανήτη είναι η καθημερινότητα του ανθρώπου, που πάει να πει πως τελικά είναι απαραίτητο να παραμένεις ανοιχτός στην αμφισημία και στους διαφορετικούς (και εξίσου έγκυρους) τρόπους ερμηνείας του κόσμου αν αυτό που προσδοκείς μεγαλώνοντας είναι η ευλιγισία του μυαλού. Παρατηρώ με όση διακριτικότητα γίνεται ένα-ένα τα πρόσωπα γύρω μου, υπάρχει μια ανοιχτοσύνη στην έκφραση τους ανακουφιστική, το βλέμμα τους καθαρό, απλόχερο, καμμία καχυποψία πίσω από τα βλέφαρα, αναδίδουν κάτι αγνό και τίμιο που παραπέμπει στην αυθεντική φτιαξιά του απλού ανθρώπου.
Η Ίνα έχει κολλήσει σε μια γωνιά όπου πουλάνε κανέλα, η γυναίκα που την πουλά φοράει ρούχα, τα οποία δεν θα σκεφτόμουν ποτέ να συνδυάσω αλλά πάνω της είναι ωστόσο τόσο όμορφα, προσπαθεί κάτι να της εξηγήσει, η Ίνα παριστάνει πως καταλαβαίνει, αγοράζει μπόλικα σακκούλια με φρέσκα κανέλα και της χαμογελά με ευφορία. Παίρνουμε ένα-δύο ακόμα μικροπράγματα όπως κουτάλες της κουζίνας φτιαγμένες από καρύδα και αρωματικά στίκς και βγαίνουμε έξω προς αναζήτηση τουκ-τουκ. Η Ίνα στην επιστροφή θέλει να κάνουμε μια στάση στη λίμνη με τα νούφαρα για φωτογραφίες, δεν φέρνω αντίρρηση, ένας ηλικιωμένος που στέκει παράμερα και αναπνέει καθαρό αέρα μπαίνει πρόθυμα στο κάδρο, απέναντι ψηλά βουνά, μπλε ουρανός και λευκά σύννεφα, μένω μέσα στο τουκ-τουκ γατζωμένη στην παρούσα στιγμή και όσο η Ίνα φωτογραφίζει τα νούφαρα και τον ηλικιωμένο πλάι στην λίμνη, στο μυαλό μου γυροφέρνει εκείνη η φράση του Καμύ που λέει…”Και από τον άνθρωπο μέχρι το δέντρο, από την κίνηση μέχρι το βουνό, γεννιέται ένα είδος συναίνεσης συγκινητικής και χαρούμενης συνάμα”…