Λέω να πάω μια βόλτα, είναι όμως πολύ πρωί, φτιάχνω καφέ, διαβάζω τις ειδήσεις και τελικά δεν πάω πουθενά. Μια είδηση με καθηλώνει, σαραντατρείς προσφυγικές πολυκατοικίες κρίθηκαν επικίνδυνες, λέει, λέει και πως πολλοί πρόσφυγες πρέπει να μετακινηθούν αλλού, οι πλείστοι από αυτούς είναι ηλικιωμένοι, ξανά μετακόμιση, ξανά μετατόπιση, πού να πάνε, με ποιό σθένος; “Ο Θεός να βάλει το χέρι του”, ο τίτλος της είδησης και φέρνω στο νού μου την γιαγιά μου. Πρόσφυγας από την Λάπηθο. Το πρώτο καιρό έμεινε σε ένα βοηθητικό-πισινά τα αποκαλούσαμε- κάπου στους Αγίους Ομολογητές, έπρεπε να διασχίσεις το στεγασμένο χώρο στάθμευσης του κυρίως σπιτιού για να φτάσεις μέχρι την πόρτα της και από τα μικροσκοπικά παράθυρα του έβλεπες παντού τοίχο. Λίγα χρόνια μετά ξενοικιάστηκε ένα μονάρι, δύο ορόφους πάνω από το δικό μας διαμέρισμα, το θεωρήσαμε τύχη, θα την είχαμε δίπλα μας, η γιαγιά το μίσησε κι’αυτό όσο και το βοηθητικό, το σπίτι της ήταν ένα, στην Λάπηθο και οποιοδήποτε άλλο, μικρό ή μεγάλο έκανε την απουσία του πιο αποπνιχτική ίσον ανυπόφορη. Δεν υπήρχαν χρήματα τότε να της νοικιάζαμε κάτι πιο αξιοπρεπές, νάχει τουλάχιστον μια μικρή αυλή, έλεγε ο πατέρας μου, με ένα-δύο λεμονιές που να της επιτρέπουν να αισθάνεται, έστω και σε μικροσκοπικές δόσεις, το άρωμα του περβολιού της. Χώρεσε όλη την ζωή της σε κουτιά παπουτσιών που τα στοίβαξε το ένα πάνω στο άλλο σε μια παλιά ντουλάπα η οποία έμοιαζε περισσότερο με φέρετρο των αναμνήσεων της σε όρθια θέση παρά με προφύλαξη αντικειμένων που την συνιστούσαν και μαράζωνε μέρα με την μέρα.
Η υποψία ότι στο συρρικνωμένο της σώμα είχε ήδη αρχίσει να αποσυντίθεται κάτι θεμελιακής σημασίας για τις ζωές όλων μας γινόταν όλο και πιο ορατή. Τα τελευταία τρία χρόνια της ζωής της έπαθε άνοια, τα πέρασε λες και ήταν άλλος άνθρωπος, αγνώριστη, σήκωνε πάνω τα φουστάνια της και δείχνοντας τα κατουρημένα της βρακιά έβριζε τα πάντα και τους πάντες. Πώς έγινε έτσι η μάνα μου, έλεγε ο πατέρας μου, η μάνα του έφτιαχνε το πιο ωραίο γλυκο καρυδάκι στην Λάπηθο, το μοίραζε στην γειτονιά αντίδωρο, στέκόταν παράμερα και επιβιώνε με την ακλόνητη πίστη πως ο Θεός είναι μεγάλος και δεν έβριζε ποτέ κανένα και παρότι δεν έμαθε γράμματα, ήξερε να λύνει τα αινίγματα των πουλιών και των δέντρων. Πως μεταλλάχτηκε έτσι, σε ένα πλάσμα ανυπεράσπιστο και ταυτόχρονα τρομαχτικό που το συμπονούσες και συνάμα το φοβόσουν; “Δυστυχώς συμβαίνει στους ασθενείς με άνοια” είπε ο γιατρός, δεν ευθυνότανε όμως η ασθένεια, άλλού βρισκόταν η πραγματική αιτία, σε κάποιο σημείο εκείνης της διαδρομής του λεωφορείου που την έφερνε από την Λάπηθο στο Λήδρα Πάλλας και την ανάγκαζε να αφήσει την ζωή που ήξερε για μια άλλη που δεν ήθελε να μάθει. Δέκα χρόνια και κάτι μήνες μετά τον πόλεμο πέθανε στον ύπνο της, σε μια γηριατρική κλινική δύο δρόμους πίσω από την πολυκατοικία μας. Την θάψαμε το επόμενο μεσημέρι, δεν υπήρχε λόγος καθυστέρησης είπε ο πατέρας μου, δεν της απέμεινε κανένας συγγενείς να ειδοποιηθεί, οι περισσότεροι πέθαναν και άλλοι ήτανε χωμένοι μέσα σε άθλια γηροκομεία σε πλήρη άγνοια για το ποιοί υπήρξαν. Της παραγγείλαμε ένα μεγάλο στεφάνι με λευκά χρυσάνθεμα και πάνω στο φέρετρο βάλαμε την μοναδική φωτογραφία που κατάφερε να φέρει από το χωριό. Νέα, όμορφη, με τα μαλλιά τυλιγμένα σε κοτσίδα καθόταν πάνω στην κουνιστή καρέκλα στο πίσω μπαλκόνι και ρέμβαζε την θάλασσα. Η ανακοίνωση του θανάτου της δημοσιεύτηκε την επόμενη μέρα στην εφημερίδα όπου εργαζότανε ο πατέρας μου. Δεν είχε μείνει διαθέσιμος χώρος στην σελίδα των αγγελιών και την τοποθέτησαν στη σελίδα με τα ιπποδρομιακά νέα και ο θάνατος της γιαγιάς μου σφηνώθηκε ανάμεσα στην είδηση της αγοράς έξι αλόγων πρώτης κατηγορίας από κάποιο Σαουδάραβα πρίγκηπα και σε κείνης του θανάσιμου τραυματισμού του χρυσού επιβήτορα Νόρθεν Ντάνσερ…
Μάλλον είναι γι’αυτές τις ζωές σκέφτομαι παραμένωντας καθηλωμένη στο παράξενο αυτό πρωινό, που συγγραφείς όπως ο Κορτάσαρ γράφουν “ότι τερματίζουν όπως τα φιλολογικά άρθρα στις εφημερίδες: Αρχίζουν μεγαλεπίβολα στην πρώτη σελίδα και καταλήγουν μια μονόστηλη ουρίτσα στην τελευταία". Και όσο για το ενδιάμεσο ο Θεός να βάλει το χέρι του.