Δεν περίμενα το μήνυμα της και εννοώ πως είχα να της μιλήσω πάνω από δεκαετία, δεν είχα ιδέα πως εξελίχθηκε η ζωή της από τότε που έμεινα στο σπίτι της, ένα σπίτι κάπου στο Σαουσαλίτο στο Σαν Φρανσίσκο, νοίκιαζέ ένα από τα δωμάτια της στο airbnb και θυμάμαι πως το διάλεξα γιατί τα παράθυρα του έβλεπαν σε ένα δάσος, όπου τα βράδια εμφανίζονταν ελάφια. Τη λέγανε Λίλη, είχε δύο σκύλους και ένα μαύρο γατί και άπλωναν όλα μαζί στα κιλίμια που διακοσμούσαν το σαλόνι της, είχε και ένα μεγάλο Βούδα στην είσοδο του σπιτιού της και δύο παλιές καφέ πολυθρόνες από κείνες που κάθονται οι γιαγιάδες και λένε ιστορίες. Κάναμε παρέα, πήγαμε μαζί 2-3 φορές για πρωινό σε ένα γνωστό καφέ της γειτονιάς που έφτιαχνε τέλειο αμερικάνικο πρόγευμα, μου είπε για την ζωή της και γω για την δική μου, μια χαλαρή εκμυστήρευση δύο ανθρώπων που ζούνε χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά και υποσυνείδητα ψάχνουν ο ένας μέσα στον άλλο το αόρατο νήμα που ενώνει αυτό τον χαοτικό κόσμο. Της ευχήθηκα ηρεμία και γαλήνη πριν φύγω, με αγκάλιασε σφικτά, υπο-σχεθήκαμε να κρατήσουμε επαφή, δεν κρατήσαμε, εμφανιζόταν πού και πού μια φωτογραφία της μπροστά μου στο φέιςμπουκ, υποθέτω πως το ίδιο συνέβαινε και σε κείνη, μοιραζόμασταν κάποια λάικ και μέχρις εκεί.
Το μήνυμα της ήρθε την νύχτα των αμερικάνικων εκλογών, όταν πια η νίκη του Τραμπ έμοιαζε βέ-βαιη, “είναι καλό μέρος η Κύπρος για να μετακομίσω;”, έγραφε το μήνυμα της, το εννοούσε, δεν έκανε χιούμορ, δεν ρώτησε τίποτα άλλο, ούτε τι μεσολάβησε στις ζωές μας, ούτε κάτι παρόμοιο, μπήκε κατευθείαν στο ψητό, εμφανώς απελπισμένη. “Δεν νομίζω πως είναι η καλύτερη επιλογή”, της απάντησα, “ίσως καλύτερη είναι κάποιο νησί στην Ελλάδα”, “θέλω να πάρω μαζί μου και τους σκύλους μου", είπε, “τώρα έχουν γίνει τρείς”, συμπλήρωσε και κείνη την στιγμή σκέφτηκα να την ρωτήσω για τα ελάφια, αν ακόμα κόβουν βόλτες τα βράδια στην πίσω αυλή της, δεν τόκανα όμως παρότι η εικόνα τους σχηματίστηκε ολοκάθαρη μπροστά μου και μου θύμισε πόσο έντονη ήτανε τότε η ανάγκη μου να παραμείνω συντονισμένη με την αλαφροΐσκιωτη εκδοχή του εαυτού μου. Τό-τε βέβαια συνέβαιναν άλλα και όχι τα σημερινά, τα σημερινά ξυστά δεν περνούσαν από το μυαλό μας, τότε ήταν η αρχή της οικονομικής κρίσης, νομίζαμε εσφαλμένα πως ζούσαμε τη μεγαλύτερη ανατροπή που θα μας συνέβαινε, ανυποψίαστες πως ό,τι θα επακολουθούσε στα χρόνια που μας περίμεναν θα μας αποκάλυπτε μια πολύ πιο τρομαχτική πραγματικότητα, ένα κόσμο που, όπως περιγράφει τόσο εύστοχα η Τοκαρτσούκ, “θα γινόταν μια συλλογή από πράγματα και περιστατικά, μια άψυχη έκταση μέσα στην οποία θα κινούμασταν χαμένοι και μόνοι, ατάκτως ερριμένοι, επειδή κάποιος άλλος έτσι αποφάσισε, περιορισμένοι σε μια ακατανόητη μοίρα, σαν ζόμπι”.
Όσο έμεινα στο σπίτι της Λίλης σηκωνόμουν τα βράδια και κοιτούσα έξω από το παράθυρο περιμέ-νοντας το ελάφι να εμφανιστεί. Το φεγγάρι ήταν σχεδόν ολόκληρο, φώτιζε τα φύλλα στα δέντρα της πίσω αυλής και τα έκανε να μοιάζουν ασημένια σαν συμπυκνωμένη αστερόσκονη, και στο χώ-μα έφτιαχνε μικρά λευκά μονοπάτια, για να αφήσει το ελάφι απάνω τους τις πατημασιές του, ίχνη αποδείξεις της συνάντησης μας. Όσο το περίμενα ένιωθα να επιστρέφω πίσω στην παιδική μου ηλι-κία και εννοώ στον σοφό μου εαυτό, τον απελευθερωμένο από τους μετέπειτα εγκλωβισμούς, πε-ριορισμούς και διαχωρισμούς που στήνει σαν παγίδες το μυαλό, για κείνο τον εαυτό μιλώ, τον α-παλλαγμένο από την ανάγκη εκλογίκευσης και επεξήγησης και τον αφημένο σε ένα επίπεδο ύπαρ-ξης πέρα από την τύχη, πέρα από το αίτιο και το αποτέλεσμα και τους νόμους των πιθανοτήτων, σε ένα κόσμο όπου είναι έξω από το χρόνο και όπου αβίαστα βρίσκεις τον τρόπο να συνεννοηθείς με ένα ελάφι. Το ελάφι ερχόταν κάθε βράδυ και έστεκε ακίνητο κάτω από ένα πανύψηλο πεύκο ακριβώς απέναντι από το παράθυρο μου, το κοιτούσα κατευθείαν στα μάτια, είχα την βεβαιότητα πως και κείνο με κοιτούσε κατάματα, το σκοτάδι δεν εμπόδιζε την σιωπηλή επικοινωνία μας, συ-νεργός μας το φεγγάρι και η αστερόσκονη που έκαναν σχεδόν ορατή την ενέργεια που ταξίδευε από το βλέμμα του στο βλέμμα μου φορτίζοντας την ύπαρξή μου μέχρι να την γειώσει στο μυστή-ριο. Και ύστερα εκείνο έφευγε και γω βυθιζόμουν σε ένα ήρεμο ύπνο με ήσυχα όνειρα που με ανα-κούφισαν χαρίζοντας μου την πεποίθηση πως όσο και να σκληραίνει η πραγματικότητα υπάρχει πάντα η τρυφερή και αλαφροΐσκιωτη εκδοχή της. Ίσως έκανα λάθος που δεν ρώτησα τη Λίλη αν έρχονται ακόμα τα ελάφια στην πίσω αυλή της, ίσως αν της θύμιζα την ύπαρξη τους να ήταν μια κάποια παρηγοριά για κείνη, από την άλλη όμως ίσως να το θεώρησε αυτονόητο ότι θα καταλά-βαινα πως έχουν ήδη φύγει, εδώ και καιρό.