Διαλέγω να περπατήσω τον καινούργιο πεζόδρομο, εκείνον που απλώνεται κατά μήκος της Στασίνου και διασχίζει το πάρκο και είναι βράδυ πριν την πανσέληνο που, όπως διάβασα, την έχουνε ονομάσει πανσέληνο του λύκου, απόψε ωστόσο της λείπει ένα μικρό κομμάτι, που πάει να πει πως δεν ήρθε ακόμα η ώρα του ουρλιαχτού. Κατευθύνομαι προς το σινεμά, είναι μια ταινία που την λενε “η Ηλιαχτίδα μου”, ο σκηνοθέτης της γιαπωνέζος, πολύ νεαρός, και είναι ένα φίλμ που όπως μου είπε μια φίλη, μοιάζει σαν ποίημα ριγμένο στο χιόνι, μου άρεσε η περιγραφή της γι’αυτό και αποφάσισα να κάνω αυτή την νυχτερινή βόλτα από το σπίτι μου στο σινεμά ή για να είμαι πιο ακριβής από την ζωή την καθημερινή σε μια άλλη που συνήθως μας διαφεύγει και η οποία όπως λέει ο Ελύτης, “βρίσκεται εκεί όπου ο άνθρωπος δεν διαθέτει την κουτή ευφυία να ξεχωρίζει αυτά που βλέπει από αυτά που αισθάνεται”. Μ’αρέσει ο καινούργιος πεζόδρομος, μου θυμίζει περιπάτους μου στις πόλεις του εξωτερικού, από κείνους που ξεχνιέσαι ρεμβάζοντας και ο χρόνος κυλά αργά σαν ψιχάλισμα, επιτέλους αποκτά και η πόλη μου τέτοιες διαδρομές για να μπορεί το χέρι να περνάει πάνω από δεντρολίβανα και να ευωδιάζεται.
Το φεγγάρι ξωπίσω μου με εποπτεύει και συνάμα φωτίζει με ένα αλλιώτικο τρόπο ό,τι με περιβάλλει λες και αυτή είναι απόψε η αποστολή του, να φανερώσει το απροσδιόριστο και ρευστό “κάτι” που περιβρέχει τα πάντα γύρω μας και το οποίο, όπως λέει ο ποιητής, “όταν σου φανερωθεί σε κάνει να αισθάνεσαι την δεύτερη φύση των πραγμάτων”. Τα αυτοκίνητα που πηγαινοέρχονται βιαστικά στην λεωφόρο ρίχνοντας πού και πού τα φώτα τους προς το μέρος μου με τυφλώνουν προς στιγμή αλλά δεν με αποπροσανατολίζουν, οι μεγάλοι κορμοί των δέντρων τα εμποδίζουν να με παγιδεύσουν στην αυθάδη βιασύνη τους, ούτε και να διαρρήξουν την σιωπή μου με τα φρεναρίσματα τους μπορούν, εδώ υπάρχει μια άλλη γεωμετρία, που αφήνει την πόρτα του εσωτερικού σου κόσμου μισάνοιχτη και ταυτόχρονα κλείνει απότομα την άλλη της θορυβώδης δραστηριότητας που δουλειά της είναι να υπονομεύει το μέσα μας. Στην διαδρομή συναντώ περισσότερα γατιά παρά ανθρώπους, μερικά από αυτά με παίρνουν ξωπίσω νιαουρίζοντας, δεν θέλουν φαγητό, μοιάζουν αρκετά χορτασμένα, λίγο χάδι και σημασία θέλουν, κοντοστέκομαι και τους την δίνω, μου την ανταποδίδουν. Λίγο πριν φτάσω στην παραμυθούπολη που για φέτος έχει κλείσει και είναι τώρα τα παιγνίδια της στοιβαγμένα το ένα πάνω στο άλλο περιμένωντας το στρίμωγμά τους σε μεγάλα κιβώτια μετακόμισης, κάθομαι για λίγο σε ένα από τα ξύλινα παγκάκια και τραβώ φωτογραφίες το φεγγάρι πίσω από μια κλαίουσα ιτιά η οποία έχει γείρει τόσο πολύ που είναι λες και το προσκυνά.
Ένας περαστικός εμφανίζεται και μου χαλάει το κάδρο, φορά σκουφί και κασκόλ και είναι το φερμουάρ του μπουφάν του κλειστό μέχρι πάνω, κρατάει σακκούλες με ψώνια, φρούτα νομίζω, μοιάζουν πορτοκάλια, περπατά με το κεφάλι σκυφτό αφημένος στις σκέψεις του, δεν βλέπει καν το φεγγάρι. Εντοπίζω ακόμα μια μοναχική ύπαρξη λίγο πιο πέρα, σε ένα άλλο παγκάκι, ένας νεαρός που μιλά χαμηλόφωνα στο κινητό του, τα πόδια του είναι γυμνά μέσα σε καλοκαιρινές παντόφλες λες και τα παράτησε σε κάποιο άλλο μέρος του κόσμου, εκεί από όπου περπάτησαν, υποθέτω, για να φτάσουν μέχρι εδώ. Συνεχίζω την βόλτα μου με αργά βήματα, διασχίζω μια ξύλινη γέφυρα, βλέπω με την άκρη του ματιού μου ένα ζευγάρι να φιλιέται παθιασμένα πίσω από τις σκάλες που οδηγούν στο δρόμο και μετά φτάνω στην βουβή παραμυθούπουλη. Ο τροχός έχει απομείνει όρθιος με τα φώτα του σβηστά, τα υπόλοιπα παιγνίδια είναι ήδη ξηλωμένα στο έδαφος, περπατώ ανάμεσα τους και σκέφτομαι πως τα παιγνίδια όταν ξηλώνονται αποκτούν μια υφή που τρομάζει, αδυνατώ να προσδιορίσω τον λόγο και έτσι το αφήνω ανερμήνευτο επιτυχύνοντας το βήμα μου. Συνειδητοποιώ πως έχει ήδη πάει οκτώ και πως σε μισή ώρα το χιόνι θα πέφτει μέσα στην σκοτεινή αίθουσα του “Πάνθεον” όπου δύο πιτσιρίκια-ένα αγόρι και ένα κορίτσι- σε κάποιο μακρινό νησί της Ιαπωνίας θα χορεύουν πάνω στον πάγο τα όνειρα τους ενώ δέσμες ηλιαχτίδων θα τρυπώνουν από μεγάλα παράθυρα για να τους τα ζεσταίνουν. Και γω θα κουρνιάζω στην πολυθρόνα μετέχοντας στο χορό τους, νιώθωντας στους παλμούς μου αυτό που έγραψε ο ποιητής, πως δηλαδή “μπορώ να κινούμαι και εδώ και στον ουρανό, και στους δρόμους της πόλης και στους προθάλαμους των αγγέλων…”