Οδός Περικλέους κάπου στην παλιά πόλη και είναι αργά το απόγευμα και συμβαίνει ένα στρήτ πάρτι, με δυνατή ηλεκτρονική μουσική και μπόλικο ζεστό κρασί, με νεαρόκοσμο αλλά και πιο μεγάλους, που είναι όλοι ντυμένοι χειμωνιάτικα και μοιάζουν χαρούμενοι και γεμίζουν με την χαρά τους το στενό και είναι μια χαρά απροκάλυπτη από κείνες που σπανίζουν πια και εννοώ πως δεν τις βλέπεις να κυκλοφορούν στους δρόμους, το αντίθετο είναι που συμβαίνει, τις ψάχνεις και είναι άφαντες, γι’αυτό και όταν πετύχεις μια από δαύτες-καλή ώρα όπως τώρα εγώ περπατώντας ανυποψίαστη μέχρι την Περικλέους- κοντοστέκεσαι και την χαζεύεις σαν κάτι εξωτικό.
Στέκομαι λοιπόν στην άκρη του δρόμου και προτού επιχειρήσω να γίνω μέρος της μένω και την παρατηρώ από απόσταση και πότε την εντοπίζω σε ένα χέρι που σηκώνεται ψηλά και αφήνει το μανίκι να φτερουγίσει στον άερα, πότε σε κατακόκκινα χείλη που στέλνουνε αλλεπάλληλα χαμόγελα στο υπερπέραν και πότε στα σώματα που κουνιούνται πέρα-δώθε αφημένα άφοβα στην τυχαιότητα της στιγμής. Ανάμεικτο το πλήθος με τις διαφορετικότητες του σε τέτοιο βαθμό συντονισμένες ώστε να αυτοακυρώνονται ως διαφορές, χορεύει ο ένας πλάι στον άλλο σαν μεγάλη παρέα ή σαν νάναι ο καθένας από μόνος του μια ολότητα. Πεθύμησα τη χαρά του δρόμου, την στρήτ χαρά, πούναι απενοχοποιημένη και αναπομονώσιμη και που κάνει τόσο εμφανή την ανάγκη του ανθρώπου να δραπετεύσει από το στενάχωρο και να στριφογυρίσει το κορμί του στον αέρα. Μόνο σαν καλό οιωνό μπορείς να την εκλάβεις, ότι δεν μπορεί, κάποια στιγμή γίνεται τελικά αυτό που λέει ο ποιητής, πως “όταν κάνει ο φόβος δύο βήματα πίσω, η ελπίδα και η χαρά (συνώνυμα είναι τελικά) κάνει δύο βήματα μπροστά και πως οι πίκρες συμψηφίζονται όταν επιστρατεύονται γλυκιές στιγμές¨, πόσο μάλλον σαν αυτές που έχουν το θάρρος να χορεύουν στους πεζόδρομους. Χαλαρώνω το κασκόλ μου και πλησιάζω στο υποτιθέμενο υπαίθριο μπαρ, παραγγέλνω ζεστό κρασί, ο μπάρμαν γεμάτος τατουάζ γεμίζει ένα πλαστικό ποτήρι μέχρι πάνω, ρίχνει μέσα και μια φέτα πορτοκάλι, πίνω μια-δύο γουλιές και νιώθω την ζεστασιά του σαν εσωτερική θερμοφόρα και ύστερα προχωρώ προς την μεριά που βρίσκεται ο ντιτζέι, περνώ ανάμεσα σε πόδια που αιωρούνται, χέρια που απελευθερώνονται, μάτια που λαμπυρίζουν και στήθια που πάλλονται και όσο για το αν είναι το μπάσο που ακολουθεί το χτύπο της καρδιάς ή το αντίστροφο κρίνεται ελάχιστης σημασίας.
Μπαίνω και γω στο χορό, δειλά στην αρχή, μετά πιο θαραλλέα μέχρι που φτάνω στο σημείο να χοροπηδώ όπως ένα μικρό παιδί και το σώμα μου γίνεται τόσο ανάλαφρο ώστε καμμία σκέψη δεν τολμά να το βαρύνει, καμμία άλλωστε αυτή την ώρα δεν είναι ικανή. Σε μια περιστροφική κίνηση το βλέμμα μου πετυχαίνει ένα ηλικιωμένο στο απέναντι μπαλκόνι που κουνιέται λες και ακούει βάλς, πλάι του ένα μικρόσωμο σκυλί τον παρακολουθεί απορημένα, θάχει χρόνια να χορέψει υποθέτω, οι κληδώσεις του πρέπει να τρίζουν, εκείνος ωστόσο χαμογελά, τί σου κάνει λίγος χορός και λίγη χαρά σκέφτομαι, σε καινουργιώνει, κακά τα ψέματα μόνο αυτή ξέρει να σε τρίβει όπως τρίβουμε τα παλιά ασημικά μέχρι να τους εξαφανίσουμε τη σκουριά. Χορεύω μέχρι τα πόδια μου να μουδιάσουν, το κρασί δεν κατάφερα να το τελειώσω, το έχω παρατήσει στην άκρη μέσα σε μια γλάστρα με βασιλικό, το κρύο άρχισε να γίνεται πιο τσουχτερό, μάλλον είναι ώρα να πηγαίνω. Διασχίζω την πλατεία Φανερωμένης με χορευτικά βήματα, περνώ από ένα γκράφιτι που με ενθουσιάζει και το χαζεύω για λίγο χωρίς όμως να χάνω τον ρυθμό μου παρότι δεν ακούγεται πια η μουσική και ύστερα ευθεία προς την πλατεία του νέου δημαρχείου, στρίβω δεξιά, κατεβαίνω ρυθμικά τα σκαλιά του Καθεδρικού λες και παίζω στο σινεμά και φτάνω στην Κοραή. Οι περαστικοί εννοείται πως με κοιτάνε με το μισό τους, σίγουρα με νομίζουν για μεθυσμένη, δεν έχω όμως ώρα να τους εξηγήσω πως έρχομαι από ένα στενό όπου υπήρχε χαρά και πως βιάζομαι να την πάρω στο σπίτι μου όπως ένας πιστός το άγιο φως.