H Σ. λέει πως είμαστε μαγικοί, πως ο καθένας μας κρύβει μέσα του ένα θαύμα, καθόμαστε έξω στον κήπο όταν το λέει, ο αέρας είναι δροσερός, ο ήλιος μας χαιδεύει τα πρόσωπα και από πάνω πεντακάθαρος o ουρανός, κανένα σύννεφο. Σκέφτομαι τις ειδήσεις, τις άκουγα μαζεμένες στο ραδιόφωνο λίγο πριν έρθω σ’αυτό τον κήπο, τις βόμβες που πέφτουν, τους ανθρώπους που σκοτώνονται, την ζωή που καταστρέφεται και στ’αλήθεια δεν ξέρω πως να χωρέσω στο μυαλό μου τις δύο εικόνες, τον κήπο, το θαύμα, το μαγικό του καθενός μας, τον πόλεμο, τον πόνο, το ανακυκλωμένο μίσος του άνθρωπου για τον άνθρωπο.
Παντού διχασμοί, θέσεις, αντιθέσεις, υποθέσεις, αντιπαραθέσεις, κυκλοφορούν ξεδιάντροπα μπροστά μας παριστάνωντας την πραγματικότητα, δημιουργώντας συνεχώς ψευδαισθήσεις για τί είναι αληθινό και τί όχι και τελικά μόνο ένας κήπος έχει την απάντηση ή κάποιο μονοπάτι κάπου στην φύση όπως εκείνο των μελισσών που πήγα τις προάλλες και άκουγα μόνο το βουητό τους μήπως και καταφέρω να συντονιστώ με τις δονήσεις του σύμπαντος, με κάτι μεγαλύτερο και σοφότερο τέλος πάντων από αυτό τον ασφυκτικό μικρόκοσμο που τον έχουμε αναγάγει σε ζωή.
Το μονοπάτι είναι στην Βαβατσινιά και είναι υπέροχο, οδήγησα λίγο περισσότερο από μισή ώρα και βρέθηκα εκεί πολύ πρωί, τίποτα δεν ακουγόταν παρά μόνο το βουητό των μελισσών, έρευνες λένε πως είναι θεραπευτικός αυτός ο ήχος, πως καταπραύνει το άγχος, πως ηρεμά το μυαλό, δεν πήγα βέβαια γι’αυτό, πήγα γιατί είμαι πεπεισμένη πια πως μόνο η επαναλαμβανόμενη επαφή με την φύση μπορεί να μας συνεφέρει και να μας επαναφέρει σε μια συνειδητότητα, τίποτα άλλο, όλα τ’αλλα μοιάζουν σαν παρατεταμένη στιγμή που οφείλουμε να την υπομείνουμε χωρίς καλά καλά να ξέρουμε ποιός είναι ο λόγος αυτής της οφειλής. Κάθισα σε μια ξύλινη ξαπλώστρα κάτω από ένα τεράστιο πεύκο, δεν ήξερα ότι τοποθετούν ξαπλώστρες στα μονοπάτια της φύσης, μ’άρεσε αυτή η διαπίστωση, ξάπλωσα λοιπόν και κοιτούσα πρώτα τα κλαδιά του πεύκου και ύστερα το γαλάζιο του ουρανού, παρακολουθούσα τα πουλιά που τρύπωναν μέσα στα φύλλα και τιτίβιζαν και ύστερα τα σύννεφα που κυλούσαν διάφανα και κάποια στιγμή εξαφανίζονταν, τίποτα από ό,τι με περιέβαλε δεν μπορούσε να παραποιηθεί ή να διαστρεβλωθεί κι’αυτή ήταν μια ανακούφιση, πως υπάρχει ακόμα τρόπος να χωθούμε λίγο πιο καλά στην προσωπική μας συνείδηση και να σωθούμε. Το μονοπάτι είναι γεμάτο από θάμνους και αρωματικά βότανα και λουλούδια που προσελκύουν τις μέλισσες και κάπου-κάπου πινακίδες με πληροφορίες για δαύτες και ήταν μια μέρα καθημερινή όταν πήγα, κανένας άλλος περιπατητής δεν ήταν εκεί, που πάει να πει πως ο μόνος που θα μπορούσα να συναντήσω τυχαία ήταν ο εαυτός μου και όταν λέω τυχαία εννοώ πως θα ήμουν τυχερή αν κατάφερνα να ξεσκεπάσω έστω για λίγο κάτω από όλα τα αδιόρατα δίχτυα το ατόφιο μου υλικό και να το μυριστώ μέσα στα βότανα.
Μια από τις πληροφορίες στις πινακίδες ήταν πως οι μέλισσες επικοινωνούν μεταξύ τους με ένα είδος χορού, σκέφτηκα πως ίσως είναι ένας τρόπος να ανακτήσουμε και μεις την χαμένη μας σοφία, να αρχίσουμε να επικοινωνούμε ο ένας με τον άλλο χορογραφικά, χωρίς λέξεις, ίσως η ενέργεια της κίνησης αποτινάξει από πάνω μας την συσσωρευμένη σκόνη και τα τοξικά και καθαρίσει η ορατότητα μας, αυτά σκεφτόμουνα καθώς περπατούσα στο μονοπάτι και όταν ύστερα βρέθηκα στον άλλο κήπο, με την Σ να λέει πόσο μαγικοί είμαστε, ήθελα να της πω γι’αυτό το χορό των μελισσών και για το βουητό και τις δονήσεις του σύμπαντος αλλά το μόνο που στριφογύριζε στο μυαλό μου εκείνη την στιγμή ήταν μια φράση από το βιβλίο της Σβετλάνα Αλεξίεβιτς, η φράση μιας γυναίκας που είχε πολεμήσει στο πόλεμο και έλεγε πως “δεν μπορείς να έχεις μια καρδιά για το μίσος και μια δεύτερη για την αγάπη. Μια έχει ο άνθρωπος και γω πάντα σκεφτόμουνα πως θα σώσω την δική μου”.