ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Ένα απρόσμενο συμβάν

Χειρόγραφο, Με την Ελένη Ξένου

Της Ελένης Ξένου

Της Ελένης Ξένου

twitter

Εκείνος στέκεται έξω από την Θεολογική σχολή. Κρατάει το τιμόνι του ποδηλάτου του και κοιτάζει ευθεία προς το μέρος της. Εκείνη απομακρύνεται από κοντά του και περπατά στην αντίθετη κατεύνθυνση, προς την Σεβέρειο βιβλιοθήκη. Έχει τα μαλλιά της κοτσίδα και φοράει μια ψεύτικη γούνα. Εκείνος, παραμένωντας στην ίδια θέση, φωνάζει το όνομα της. Φωνάζει τόσο δυνατά που ο φρουρός της Αρχιεπισκοπής αποκολλά το βαριεστημένο βλέμμα του από την οθόνη της τηλεόρασης και κρεμάζει το κεφάλι έξω από το κουβούκλιο για να δει τί συμβαίνει. Κανείς άλλος δεν κυκλοφορά στους δρόμους. Εμείς- ο Χ και γω- οι γάτες και αυτό το ζευγάρι που μαλλώνει. Είναι έντεκα το βράδυ μιας συνηθισμένης Δευτέρας. Γυρνάμε από το σινεμά, μόλις έχουμε δει μια αριστουργηματική ταινία που διαδραματίζεται στην Σεούλ και από το “Πάνθεον” μέχρι την Ονασαγόρου κουβεντιάζουμε τις σκηνές της. Κάνει τσουχτερό κρύο. Πίσω από τα σφραγισμένα παντζούρια των σπιτιών διαγράφεται μόνο σκοτάδι. Στρίβουμε προς το Χαμάμ, περνάμε το Τέμενος Ομεριέ και σε πολύ λίγο βρισκόμαστε στο στενό της Θεολογικής.

Κοντοστεκόμαστε. Ακούμε τον άντρα που φωνάζει. “Αργκυρώωωω” φωνάζει και η φωνή του παλινδρομεί μεταξύ παρακαλητού και προσταγής. Το όνομα χτυπάει στους τοίχους των σπιτιών σαν αντίλαλος και γυρνάει πίσω στο στόμα του. Το επαναλαμβάνει. Η Αργυρώ δεν απαντά, εκείνος επιμένει. Τον παρακολουθούμε με την άκρη του ματιού μας από το απέναντι πεζοδρόμιο, στο ύψος του κουβούκλιου. Ανταλλάζουμε ένα συννενοημένο βλέμμα με τον φρουρό και γυρνάμε ξανά πίσω μήπως χάσουμε την συνέχεια. Θα απαντήσει άραγε η γυναίκα; Θα αποκρυνθεί σιωπηλή μέχρι να την καταπιεί η νυχτιά; Ή θα επιστρέψει πίσω στον άντρα που στέκει κοκκαλωμένος πλάι σε ένα ποδήλατο; Μπορεί ωστόσο να συμβεί κάτι που δεν περνά καν από το μυαλό μας. Κάτι από το άπειρο των πιθανοτήτων που η λογική συνήθως αρνείται με αναίδεια να αποδεχτεί ως μέρος της πραγματικότητας. Ό,τι ωστόσο συμβαίνει τώρα σ’αυτή την γωνιά, με τα φώτα του δρόμου και το άγαλμα της Ελευθερίας στο βάθος, και την φωτισμένη βιβλιοθήκη και το σιωπηλό Παγκύπριο και το ελάχιστο φεγγάρι και τους σχηματισμούς των αστεριών, είναι τόσο πραγματικό όσο και εξωπραγματικό, όπως άλλωστε κάθε τι το ανορθολογικό. Η γυναίκα αποφασίζει να του απαντήσει. Του λέει κάτι θυμωμένα, με την πλάτη γυρισμένη. Ένας σφοδρός διάλογος αρχίζει μεταξύ τους από απόσταση. Μιλούν σε ξένη γλώσσα, μοιάζει με ρώσσικα, ίσως και να μην είναι ρώσσικα, δεν έχει σημασία. Σημασία έχει πως παρότι ο διάλογος συμβαίνει σε ξένη γλώσσα, στ’αυτιά μου δεν φτάνει ακατανόητος. Λίγα λεπτά αργότερα εκείνη σταματά να του απευθύνει το λόγο και επιταγχύνει το βήμα της.

Αρχίζει να μιλά μόνη της. Μιλά στα κυπριακά, μονολογεί. Δυσκολεύομαι να διακρίνω τί λέει. Δυναμώνει απότομα την ένταση της και τσιρίζει: “Δεν θέλω τα δώρα σου. Την αγάπη σου θέλω. Εσύ όμως μόνο δηλητήριο μου έδωσες”. Επαναλαμβάνει την λέξη δηλητήριο πολλές φορές. Και αρθρώνει την κάθε συλλαβή καθαρά, με ευλάβεια. Λες και μουρμουρίζει κάποιο μυστήριο μάντρα που θα της λύσει τα μάγια. Ο άντρας δεν λέει τίποτα. Την παρακολουθεί σιωπηλός, όπως κάποιος που συμφυλιώνεται με την ήττα του. Εκείνη συνεχίζει να περπατά και όσο απομακρύνεται το παραμιλητό της γίνεται πιο παράφορο. Ο τρόπος που φτύνει τα σύμφωνα σαν κουκούτσια και τεντώνει τα φωνήεντα μέχρι τους αστερισμούς αλλά και ο τρόπος που ανεμίζει το χέρι της στον αέρα λες και αποτινάσσει από πάνω της δαίμονες, λίγο ευάλωτος να είσαι στην αδυναμία του ανθρώπου να είναι όπως δεν θέλει να είναι, νιώθεις την τρυφερότητα που υποκρύπτουν. Μένω και την κοιτώ μέχρι που η φιγούρα της σβήνει στο σκοτάδι και ο μονόλογος της εξαφανίζεται μέσα στον ήχο των μαρσαρισμένων αυτοκινήτων που διασχίζουν την Στασίνου. Ο Χ ανάβει τσιγάρο και μου γνέφει να προχωρήσουμε. Γυρνώ να δω τι απέγινε ο άντρας και δεν τον βλέπω πουθενά. Λες και δεν υπήρξε ποτέ εδώ.

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

NEWSROOM

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Της Ελένης Ξένου

Χειρόγραφα: Τελευταία Ενημέρωση