Παίρνω σκουφί, κασκόλ, παλτό και οδεύω προς τέρμα Λήδρας. Φτάνω με τα χέρια χωμένα στις τζέπες, βγάζω το ένα, δείχνω ταυτότητα, ο αστυνομικός μου γνέφει βαριεστημένα να προχωρήσω και στο επόμενο μου βήμα από την αναγνωρισμένη πραγματικότητα βρίσκομαι στην μη αναγνωρισμένη.
Περπατώ από την ντε γιούρι στην ντεφάκτο ζωή, από εκείνη που ο νόμος της αναγνωρίζει την ύπαρξη στην άλλη που δεν της την αναγνωρίζει, χωρίς όμως αυτό να την καθιστά ανύπαρκτη. Σε μια τόσο παράδοξη πραγματικότητα να μεγαλώνει κανείς, είναι κάτι περισσότερο από ζόρι, είναι κάποιου είδους αναπηρία, ας το oμολογήσουμε στον εαυτό μας πως αυτή η συνθήκη μας έκανε ελαττωματικούς, χαλασμένους, ραγισμένους, σίγουρα στα τεφτέρια των επιστημόνων υπάρχει πιο ακριβής διάγνωση και ορολογία.
Προσπερνώ την ταμπέλα που αναγράφει στα αγγλικά ότι απαγορεύεται η αγορά απομιμήσεων, κατευθύνομαι προς το κουβούκλιο της άλλης πλευράς και αναπόφευκτα σκέφτομαι τον πατέρα μου. Του άρεσε τα τελευταία χρόνια να περνάει τα πρωινά του στη κατεχόμενη Λευκωσία, όταν τον χάναμε εκεί τον βρίσκαμε, οπουδήποτε αλλού του φαινόταν άσκοπο να πηγαίνει, μόνο εδώ αναγνώριζε κάτι από τον εαυτό του, έτσι έλεγε. Γυρνούσε στα καταστήματα και γόραζε “επώνυμες” μάρκες όπως ένα παιδί κλέβει ζαχαρωτά από το συνοικιακό μπακάλικο, με τέτοια διάθεση τις αγόραζε, "είναι μαιμούδες” του έλεγα, “δεν ξέρεις τί σου γίνεται” μου απαντούσε, "μαιμούδες γίναμε εμείς”, επέμενε φτύνοντας σάλιο από τις ετοιμόρροπες μασέλες του χωρίς να μπαίνει καν στον κόπο να εξηγήσει τί εννοούσε. Με αυτή την βεβαιότητα πως γίναμε κράτος-μαιμού ήταν αποφασισμένος να φύγει από την ζωή, τίποτα και κανένας δεν του άλλαζε γνώμη, και τελικά μ’αυτό το μαράζι έφυγε.
Ο Τουρκοκύπριος αστυνομικός ελέγχει την ταυτότητα μου με παρόμοια βαριεστημένο ύφος με το “δικό” μας αστυνομικό και μου γνέφει να προχωρήσω. Περνώ από το κατάστημα με τα σιροπιαστά γλυκά και στρίβω προς το στενό με τα μικρά μαγαζιά που πηγαίναμε με τον πατέρα μου για τα ψώνια του. Κοιτώ το καλάθι με τις “Λακόστ” κάλτσες που του άρεσε να αγοράζει και το άλλο με τα “Χίλφιγκερ” πουκάμισα που τα διάλεγε σε διάφορους χρωματισμούς και είναι για μένα μια στιγμή από κείνες που σηκώνουν τσιγάρο, αν δεν το είχα κόψει σίγουρα θα άναβα ένα και θα ξεφυσούσα τον καπνό προς τον ουρανό, το έκοψα όμως και έτσι γυρίζω απλώς το βλέμμα προς τα πάνω, κοιτώ τα σύννεφα και κλείνω τα βλέφαρα μου συνομωτικά. Συνεχίζω την βόλτα μέχρι το “Χόι Πολλόι”, μ’αρέσει αυτό το μικρό καφέ, είναι κάτι σαν τα δικά μας στην Φανερωμένη αλλά αλλιώς, τόχει ένας τύπος μισός Εγγλέζος μισός Τουρκοκύπριος και τα πρωινά παίζει συνήθως χαμηλόφωνα ρέγκε. Κανένα άλλο θαμμώνα δεν βλέπω, παρά μόνο δύο γυναίκες που κάθονται στον ήλιο μαζί με τα σκυλιά τους απλωμένα κάτω από το τραπέζι και μιλάνε μεταξύ τους σοβαρά.
Ίσως να λένε για το σεισμό σκέφτομαι, μάλλον αυτό θα συζητούν, στα καφενεία της ντε γιούρι πραγματικότητας μιλάνε περισσότερο για τις εκλογές και το βαθύ ρήγμα του κυβερνώντας κόμματος, στην ντε φάκτο όμως οι περισσότεροι σήμερα μιλάνε για το πραγματικό ρήγμα, εκείνο που όταν δονείται σκοτώνει ανθρώπους από την μια στιγμή στην άλλη και τους αφήνει θαμμένους κάτω από ερείπια…
Παραγγέλνω τσάι με βότανα, η κοπέλα που παίρνει την παραγγελία με ρωτάει άν ήρθα ξανά, κάπου με θυμάται λέει, της λέω πως πέρασε πολύς καιρός, δεν ξεχνάει ποτέ της πρόσωπα λέει, το όνομα της είναι Μπέρνα. Της προτείνω να καθίσει για παρέα, δυστυχώς έχει δουλειά, ίσως κάποια άλλη φορά, φεύγει για να ετοιμάσει το τσάι και μένω να χαζεύω τις αφίσες που είναι κολλημένες πάνω στο τζάμι. Αναγνωρίζω φεστιβάλ της δικής μας πλευράς, ονόματα μουσικών που ξέρω και παραδίπλα θεατρικές παραστάσεις και εκθέσεις και συναυλίες και άλλα ονόματα καλλιτεχνών και από τις δύο πραγματικοτήτες, ντε γιουρι και ντε φάκτο, πλάι-πλάι οι αφίσες τους κολλημένες, σαν ένα άλλου είδους οικοδόμημα ειρήνης, πιο διάφανο και πιο αυθεντικό από κείνα που η πολιτική τα αναγνωρίζει μόνο και μόνο για να τα καταντήσει φτηνές απομίμησεις…
Η Μπέρνα μου φέρνει το τσάι, με ρωτάει άν θέλω μέλι, λέει πως κάνει πολύ κρύο, συμφωνώ μαζί της και ύστερα σκέφτομαι πως ίσως θα ήταν καλύτερα να φύγω και να επιστρέψω ένα άλλο πρωινό που το κρύο θα είναι λιγότερο τσουχτερό και η πίστη μου στο μέλλον λιγότερο εξασθενημένη…Ή όπως γράφει η Σβετλάνα Αλεξίεβιτς όταν θάχω περισσότερη δύναμη “να επανακτήσω το χαμένο ελπίζοντας ότι μπορώ να κατακτήσω το πλήρες νόημα του.”