Eίναι μια γυναίκα, γύρω στα 50 ίσως και πιο κάτω, κουβαλάει σε μπόγο τα παπλώματα και τα ρούχα της, δεν ξέρω να πω αν είναι Ελληνοκύπρια ή Τουρκοκύπρια, τα μαλλιά της είναι σκούρα, το ίδιο και τα μάτια της. Στα αριστερά της μια πιο νεαρή, κόρη της ίσως, κρατάει το χερούλι ενός σιδερένιου καλαθιού σαν χαμένη και στα δεξιά ένας Βρετανός στρατιώτης, με αδικαιολόγητο χαμόγελο, την βοηθά να κουβαλήσει ένα μεγάλο κοφίνι γεμάτο αντικείμενα. Στέκομαι απέναντι στην γυναίκα και την κοιτάζω επίμονα, υπολογίζω πως είμαστε πάνω κάτω συνομίληκες, νιώθω πως με κοιτάζει πίσω, το βλέμμα της με ακινητοποιεί, καμμία σημασία δεν έχει που εκείνη είναι κλεισμένη σε μια μαυρόασπρη φωτογραφία και εγώ στην αίθουσα του Λεβέντειου Μουσείου όπου αυτή η φωτογραφία είναι αναρτημένη.
Σημασία έχει πως κοιταζόμαστε κατάματα και τα βλέμματα μας συναντιούνται λες και είναι εξίσου ζωντανά ή εξίσου πεθαμένα, δύσκολο να ξεχωρίσω. Είναι μια ακόμα Κυριακή, οι πεζόδρομοι της Λήδρας και της Ονασαγόρου γεμάτοι κόσμο, τα μαγαζιά ανοιχτά, παντού εκπτώσεις. Προσπέρασα βιαστικά το πλήθος και “τρύπωσα” στο Μουσείο, θέλω να δω αυτή την έκθεση που είναι για την Πράσινη Γραμμή και που-όπως διάβασα- είναι απογυμνωμένη από πολιτικές ερμηνείες ή παρερμηνείες. Αντιθέτως αποτυπώνει τα γεγονότα μέσα από αντικείμενα, μαρτυρίες και φωτογραφικό υλικό και θέλει “να φέρει σε “συνομιλία” πτυχές της επίσημες ιστορίας με πιο προσωπικές ιστορίες, που άν και παραμένουν στην σκιά, μεταφέρουν δυναμικά την δική τους αλήθεια”. Ο φωτισμός είναι χαμηλός. Η φωτογραφία της γυναίκας καλύπτει σχεδόν ολόκληρο τον τοίχο. Στο χώρο περιφέρεται ακόμα ένας μοναχικός επισκέπτης, υποθέτω τουρίστας, επικρατεί σιωπή, μια σιωπή ωστόσο χωρίς ησυχία, έτσι κατακάθεται μέσα μου, ανήσυχη, όπως όταν όλα παραμένουν αδιευθέτητα και εκδιωγμένα από την θέση τους. Η γυναίκα περπατάει με την πλάτη ίσια, το κορμί στητό, πού βρίσκει άραγε την δύναμη να μην γέρνει τους ώμους; Χώρεσε, παρά την θέληση της, όλη της την ζωή μέσα σε δύο καλάθια για να την πάρει κάπου μακριά από εκεί όπου ήταν το σπίτι της και όμως οι ώμοι της παραμένουν όρθιοι, το στήθος ανοιχτό και τα πνευμόνια της εκτεθειμένα στον αέρα.
Ποιά νάναι άραγε η αλήθεια αυτής της γυναίκας; Και που βρίσκεται σήμερα αυτή η αλήθεια; Θάφτηκε μαζί της κλεισμένη μέσα στο φέρετρο σαν τιμαλφές κειμήλιο; Ή μήπως δεν ήταν ποτέ ξέχωρο κομμάτι αλλά ένα με το σώμα της, μια γραμμή χτυπημένη με πράσινο μελάνι κατά μήκος του κορμιού της, χαραγμένη πάνω της, από τις πατούσες μέχρι το κρανίο, σαν τατουάζ, μια πράσινη γραμμή που όσο περνούσε ο καιρός έμοιαζε με μούχλα στα σωθικά της. Κατάφερε άραγε αυτή η αλήθεια, προτού θαφτεί στο χώμα και γίνει τροφή για τα σκουλίκια, να “συνομιλήσει” με την επίσημη ιστορία; Κι’αν έγινε κάτι τέτοιο μπόρεσαν να συνεννοηθούν ή μήπως η επίσημη ιστορία της γύρισε επιδεικτικά την πλάτη από φόβο μην της ξεβάψει την γραμμή; Ερωτήματα που προκύπτουν, όσο την κοιτάζω, ερήμην μου, εκείνη είναι που τα σφηνώνει στον μυαλό μου, επίτηδες το κάνει, τα πλάθει ένα-ένα και τα τοποθετεί μαγικά στο κεφάλι μου, μήπως έτσι και της δοθεί μια εξήγηση, μια απάντηση επιτέλους που να αναπαύει το βλέμμα της σε ένα γαληνεμένο ορίζοντα. Είναι λες και από το κάδρο δραπετεύει μια μυστήρια ενέργεια που αναδύεται από την παγωμένη στο χρόνο ύπαρξη της και με μετατρέπει σε αγωγό ανήσυχων ύπνων, ακαταστάλαχτων ονείρων, αφηνιασμένων τραυμάτων και εξασθενημένων ελπίδων. Δεν ξέρω πως να το διαχειριστώ.
Αναστατώνομαι. Σκέφτομαι πως ίσως ήταν καλύτερα να περάσω αλλιώς την Κυριακή μου, χωμένη και γω μέσα στην πτώση των τιμών παρά των ζωών μας, ψάχνοντας ανώδυνα ένα μπλουζάκι σε τιμή ευκαιρίας παρά να βρίσκομαι υπόλογη σε μια γυναίκα που στο κάτω κάτω ανήκει στο παρελθόν. Κι’ όμως αυτό είναι που αισθάνομαι και αυτή είναι ίσως και η αλήθεια. Πως φέρω ευθύνη που πλέον απέμειναν ελάχιστες αναγνωρίσιμες λεξεις ώστε να της αρθρώσω κάτι αληθινό. Και πως ακόμα κι’αυτές που απέμειναν μόνο καινούργιες σιωπές είναι ικανές να σχηματίσουν και τίποτα άλλο. Περνάει αρκετή ώρα μέχρι να αντιληφθώ πως είναι αδύνατον να προχωρήσω στα επόμενα εκθέματα και να τους να δώσω την απαιτούμενη προσοχή, μάλλον θα πρέπει να επανέλθω μια κάποια άλλη μέρα. Τώρα έιμαι ήδη ταραγμένη από τον ανείπωτο διάλογο που εκτυλίχθηκε μεταξή εμένας κι’αυτής της μαυρόασπρης γυναίκας. Και αρκετά αποδυναμωμένη από την συνειδητοποίηση πως η απόσταση που μας χωρίζει-εμένα και κείνη- δεν είναι παρά μια υπαρκτή ψευδαίσθηση. Στην πραγματικότητα είμαστε και οι δύο σαν παλιές εφημερίδες που τις σέρνει ο άνεμος κατά μήκος μιας πράσινης γραμμής...
Υγ. Η έκθεση “ Sector 2”, στο Λεβέντειο Δημοτικό Μουσείο Λευκωσίας- Αίθουσα Προσωρινών Εκθέσεων θα διαρκέσει μέχρι τις 31 Οκτωβρίου 2025 (Τρίτη- Κυριακή 10π.μ.- 4.30μ.μ.)