Το λεωφορείο δεν μπορεί να στρίψει στα στενοσόκακκα, σφηνώνουμε σε ένα από δαύτα, ο κ. Σάββας ο οδηγός μας, κάνει μπρος-πίσω ιδρώνοντας μέχρι να καταφέρει να πάρει άλλο δρόμο και η Άννα αρπάζει την ευκαιρία να μας μιλήσει για τα καρπασίτικα σπίτια δείχνοντας μας από το παράθυρο ένα από αυτά. Είναι ένα δειλινό μυστήριο, θολός ο αέρας, λίγο η σκόνη, λίγο η σκορπισμένη γύρη, λίγο η σιωπή των σπιτιών και λίγο ένας ήλιος που μοιάζει σήμερα ασθενικός, όλα αυτά μαζί με άλλα αφανέρωτα, αφήνουν στην ατμόσφαιρα μια κοκκώδη υφή, όπως τον θόρυβο στις φωτογραφίες.
Είμαστε στο Ριζοκάρπασο, μόλις φύγαμε από το καφενείο στην πλατεία, κάναμε εκεί στάση για καφέ, νεαροί στο εσωτερικό του έπαιζαν μπιλιάρδο, Τούρκοι ή Κούρδοι ποιός ξέρει, ένα μικρό σκυλί αδέσποτο μπλεκόταν στα πόδια μας και κουνούσε την ουρά του και μια νεαρή όμορφη κοπελίτσα με μπλεξούδες μας σέρβιρε τους καφέδες με μια δύο λέξεις στα ελληνικά.
Δεν μείναμε πολλή ώρα, θέλαμε να προλάβουμε τον εσπερινό, ειδοποίησαν την Άννα πως θα λειτουργήσει σήμερα η Αγία Τριάδα, πως εκεί θα έρθει ο Πάτερ Ζαχαρίας από τον Απόστολο Ανδρέα να κάνει την λειτουργία, πως αξίζει τον κόπο να πάμε, αξίζει και για μας και για κείνους, γι’αυτό δεν πρέπει να αργήσουμε.
Ο κ. Σάββας τα καταφέρνει και απεγκλωβίζει το λεωφορείο από το μικρό δρομάκι, τον χειροκροτάμε, εκείνος γελάει, “δουλειά μου” λέει, η Άννα ανάβει ξανά το μικρόφωνο, συνεχίζει για τα πέτρινα δίχωρα σπίτια που σπάνια εφάπτονταν μεταξύ τους, “ανάμεσα τους χωράφια, ρέντες, χαρουπιές πλατύφυλλες” λέει. “Από κάθε πλευρά του σπιτιού, να νιώθεις την αύρα της μακρινής θαλασσας” γράφει στο βιβλίο της “τον κατεβάτη του παραπλήσιου ποταμού ή το αεράκι του βουνού που κατηφορίζει όταν ο ήλιος χρωματίζει το πέλαγος, να νιώθεις ότι αναπνέεις ελεύθερα, τίποτα να μην σταματά την βαθειά ανάσα, τον στεναγμό, την χαρά της μέρας και την μελαγχολία του δειλινού…”. Τα πλείστα από αυτά τα περίτεχνα μακρινάρκα κατεδαφίστηκαν, ελάχιστα δείγματα από τον πλούτο της λαικής αρχιτεκτονικής μας έχουν πια απομείνει, μιας αρχιτεκτονικής ταυτόχρονα επίπεδης και ανάφλυγης όπως την τοπογραφία της χερσονήσου. Και οι εγκλωβισμένοι μας κι’αυτοί ελάχιστοι πια, 250 στο Ριζοκάρπασο λέει η Άννα, 60 στην Αγία Τριάδα και 2 στο Άγιο Ανδρόνικο, οι άνθρωποι που ξέρουν παθκιάν-παθκιάν τούτο τον τόπο μειώνονται καθημερινά και λίγο να τους κοιτάξεις στα μάτια το αισθάνεσαι πως στο βλέμμα τους προυπήρχε εκείνος ο στίχος του Ελύτη που λέει… “Όλα μένουν. Εγώ φεύγω. Εσείς να δούμε τώρα…” Οι Καρπασίτες είναι τα σπάνια δείγματα των αντοχών του τόπου λέει η Άννα, “έμειναν και έζησαν τον τόπο τους, τον ξέρουν όλη τους την ζωή, τον περπατούν, τον αγγίζουν, τον γνοιάζονται, ξέρουν την γή και την θάλασσα της Καρπασίας σαν να είναι προέκταση του χεριού τους. Η δική τους έννοια της ελευθερίας διαφέρει, βγαίνει έξω από τα όρια της λογικής των συνόρων, είναι υπερβατική, πηγάζει μόνο από την ψυχή τους”…
Φτάνουμε στην εκκλησία της Αγίας Τριάδας, στο ουρανό ροζ αποχρώσεις που πέφτουνε μέσα στην θάλασσα και της κοκκινίζουν τον αφρό και στα γύρω χωράφια ένας κρύος ξαφνικός αέρας να διώχνει τις μέλισσες. Παίζει η καμπάνα, κοιτάζω το καμπαναριό, είναι υπέροχο, σαν κέντημα, χελιδόνια πηγαινόερχονται γύρω του, αραγε μας προσάπτουνε, όπως γράφει ο ποιητής, την άνοιξη που δεν φέραμε, αυτό τιτιβίζουν διερωτώμαι και μπαίνω μέσα στην εκκλησία αποφεύγοντας την απάντηση.Τρείς, τέσσερεις ηλικιωμένοι, ο πάτερ Ζαχαρίας, ο πάτερ Γιώργος Χριστοδούλου και η Δήμητρα, κανείς άλλος, χαίρονται που μας βλέπουν, με όλους εμάς γεμίζει η εκκλησία, χαίρονται που γεμίζει η εκκλησία. Ανάβω κερί, δεν φτάνει ένα για τις προσευχές μου, παίρνω κι’ άλλα, τα ανάβω ένα-ένα σβήνοντας πρώτα το μυαλό μου μήπως και καταφέρει η προσευχή να φύγει απευθείας από την καρδιά. Πόσες αόρατες προσευχές είναι κρυμμένες μέσα σε τούτους τους τοίχους, σκέφτομαι και περιπλανιέμαι σε όλη την εκκλησιά ελπίζοντας να νιώσω την υφή των ταπεινών αιώνων, πάνω στο δέρμα μου. Κι’ ύστερα παίρνω θέση δίπλα στην Σοφία, πιο πίσω η Άντζελα και μπροστά η Άννα, γεμίζουν οι σκάμνοι από τους υπόλοιπους, οι ψαλμωδίες αρχίζουν. Μυρίζει το θυμιατό, ακούγεται η φωνή της Δήμητρας που ψέλνει, είναι ο πρώτος ψάλτης, εδώ γεννήθηκε η Δήμητρα, εδώ μεγάλωσε, η φωνή της σαν μικρού παιδιού ή σαν αγγέλου, ποιά η διαφορά; Σκύβω το κεφάλι και βάζω τα χέρια μου σε στάση προσευχής, το σώμα μου αφήνεται υπάκουο σε όλη την μυσταγωγεία που συντελείται, δύσκολο να την βάλω σε λέξεις, ούτε και σε έννοιες μπορώ, φθαρήκανε κι’αυτές τόσο πολύ που ίσως αυτή την ώρα του εσπερινού, σ’αυτή εδώ την εκκλησιά, κάπου στο Ριζοκάρπασο, στην άκρη της γης μας, εκείνο που χρειάζεται είναι μια εξήγηση λιγότερη…Ή όπως το γράφει ο Καμύ “Το να πηγαίνεις μέχρι την άκρη σημαίνει να ξέρεις να κρατάς το μυστικό σου”…