Ανεβαίνει στη σκηνή, μαζί του και οι μουσικοί, κάθομαι στην πρώτη σειρά, η αλήθεια είναι πως θα ήθελα να είμαι όρθια με μια μπύρα στο χέρι και νάναι καλοκαίρι και να χορεύω καπνίζοντας, κάπως έτσι τις έχω μέσα μου καταχωρημένες τις συναυλίες, ξεσκέπαστες και απλωμένες στα αστέρια, έξω όμως βρέχει καταρρακτωδώς και το τσιγάρο το έχω κόψει εδώ και καιρό και η αλήθεια είναι πως πιο πολύ ανάγκη την έχω την βροχή από τον ήλιο, να καθαρίσει ο τόπος, οι δρόμοι, η πόλη, μήπως και έτσι φανερωθεί επιτέλους η ζεστασιά σαν ζητούμενο και γίνει χειροπιαστή. Του ταιριάζει αυτή η ζεστασιά του Αλκίνοου, τα τραγούδια του ήτανε πάντα σαν χάδι και φωλιά, πεθύμησα να πάω σε συναυλία του και ειδικά τώρα που τα μαλλιά του έχουνε γκριζάρει χωρίς ωστόσο να στερούν από την ματιά του την παιδικότητα που τον κρατάει σε αθώα ανησυχία για το παρα έξω, και σε ένοχη ησυχία για το μέσα του.
Τα φώτα σβήνουν, οι μουσικοί του από τους καλύτερους της Κύπρου, ο Γιάννης, ο Λευτέρης, ο Μάριος, λιτή η σκηνή, μόνο κάποιοι προβολείς, τα όργανα στο πάτωμα και ένα περίεργο κουτί που βγάζει παράξενους ήχους ηλεκτρονικά και που, όπως λέει ο ίδιος, είναι το παιγνίδι του που δεν λέει να το βαρεθεί. Το είδε πρώτη φορά, λέει, πολλά χρόνια πριν όταν μικρός πήγε με τον αδελφό και τον πατέρα του κάμπινγκ στην Πόλη και κάπου σε ένα κοντινό χωριό είχε συναυλία ο Ζαγοραίος, από κείνες τις υπαίθριες, με το πάλκο και τα φωτάκια και τις τρείς καρέκλες, μια για τον τραγουδιστή, μια για την γυναίκα του που έκανε φωνητικά και στην τρίτη ένα κουτί παρόμοιο με το “παιγνίδι” του, όχι τόσο εξελιγμένο, με την ίδια όμως πάνω-κάτω λειτουργία. Αυτό θέλω να κάνω και γω όταν μεγαλώσω, είπε ο Αλκίνοος στον εαυτό του παρακολουθώντας αποχαυνωμένος εκείνη την συναυλία κι’αυτό έκανε τελικά, μου την είχε διηγηθεί ξανά αυτή την ιστορία, πολύ παλιά, σε μια από τις συνεντεύξεις που μου είχε δώσει, τότε την βρήκα χαριτωμένη, τώρα την βρίσκω ουσιαστική, ίσως επειδή τα μαλλιά του έχουνε γκριζάρει, ίσως και γιατί συχνά-πυκνά θυμάμαι ένα από τους ήρωες του Κορτασάρ να λέει “τώρα είμαι ένας ακόμα από κείνους που αναρωτιούνται γιατί δεν έκαναν αυτό που ήθελαν να κάνουν”.
Ανέκαθεν αυτός ήταν ένας από τους φόβους μου, μην έρθει η ώρα όπου θα αναρωτιέμαι περισσότερο για κείνα που ήθελα και δεν τα έκανα παρά για τα άλλα που έκανα, ευτυχώς όμως υπήρχαν τα τραγούδια και με έσωζαν και μάλλον γι’αυτό γύρναγα μονίμως τις συναυλίες ή έλιωνα δίσκους βινυλίου στο πικ άπ μου κι’αργότερα σιντί στο cd-player, για εκείνα τα τρία λεπτά που με χωρούσανε ολόκληρη και μου απάλυναν τους φόβους προσθέτωντας στην πραγματικότητα μου όλο της τον ουρανό. Ο Αλκίνοος το λέει καλύτερα, πως “το τραγούδι έρχεται ακόμα και σε στιγμές ανύποπτες, με τρόπο ταπεινό και καθοριστικό, να μας θυμίσει την ιερότητα της ύπαρξής μας, να συνδέσει το ουράνιο με το γήινο, το εντός με το εκτός, το πριν με το μετά, το χειροπιαστό με το άπιαστο”, χαίρομαι που το λέει όπως το λέει, μα πιο πολύ που το βιώνει για να το μοιραστεί.
Το θέατρο είναι γεμάτο, καμμιά άδεια θέση, ο Λευτέρης έχει κρεμάσει μια μικρή κουβέρτα στο αναλόγιο του, παίζει μπάσο, κάποια στιγμή τραγουδάει μαζί με τον Αλκίνοο, η φωνή του απαλή σαν ένα φτερό, ο Γιάννης δίπλα ακριβώς παίζει ούτι και κιθάρα και κρουστά και σε μια άλλη στιγμή τραγουδάει ένα απόκοσμο αμανέ που διαπερνά τα σωθικά μου ένα-ένα, ο Μάριος στα πλήκτρα σαν μικρός μάγος και ο Αλκίνοος στο κέντρο με την κιθάρα κρεμασμένη πάνω από το μαύρο πουκάμισο του, παίζει πότε με τις χορδές της, πότε με το παράξενο μουσικό του κουτί και πότε με την φλογέρα του, η φωνή του είναι συνέχεια γεμάτη ψυχή, “χωρίς την από καρδιάς μοιρασιά ο τραγουδοποιός είναι χαμένος”, αυτό είναι που πιστεύει και το υπερασπίζεται. Η βροχή έξω δυναμώνει και κάνει την νύχτα ακόμα πιο μαγική, που πάει να πει καθάρια, βουλιάζω μέσα στη καρέκλα του θεάτρου και φεύγω προς τα μέσα, “κάποιος είπε πως ταξίδι είναι μόνο η προσευχή, καρδιά μου νάσαι ζωντανή”…