Το βλέμμα μου πέφτει κατευθείαν στα ματσικόριδα, το επίσημο και επιστημονικό τους όνομα είναι νάρκισσοι, προτιμώ ωστόσο την ονομασία τους στην διάλεκτο, δεν παραπέμπει σε εγωπάθειες και ματαιοδοξίες, μπουχτίσαμε από δαύτες, τί μας φταίνε τα έρμα τα λουλούδια, μυρίζουνε τόσο μαγευτικά και το άρωμα τους σκεπάζει την υπαίθρια αγορά σαν αόρατη τέντα κάνοντας μονομιάς το πρωινό αυτό να διαφέρει.
Άλλαξε τόπο η λαική, είναι όμως προσωρινό με ενημέρωσε η γειτόνισσα, μόνο για δύο μήνες, μέχρι να φτιάξουνε, λέει, το χώρο εκεί στη περιοχή του ΟΧΙ, βολεύει καλύτερα εδώ στο άνοιγμα του Κολοκάση, της είπα, είναι πιο κοντά στα σπίτια μας, μακάρι να την κρατήσουνε περισσότερο, πρόσθεσα και μέσα στο μακάρι χώρεσα όλη την αδυναμία που έχω στις λαικές αγορές και στις χωμάτινες ιστορίες τους. Ο ήλιος σήμερα ευτυχώς τους έκανε τους ανθρώπους το χατίρι να δουλέψουνε με την ησυχία τους, την προηγούμενη βδομάδα τους παράτησε μέσα στην βροχή να βρούνε την άκρη, στιγμή δεν σταμάτησε να βρέχει κι’αυτοί έκει βρέξει-χιονίσει όπως έλεγε και γιαγιά μου, πως αλλιώς να βγει το μεροκάματο…
Κατεβαίνω από τα σκαλιά, προσπερνώ τις ρόκες και τους μαιντανούς και τις μπανάνες και κατευθύνομαι σαν μαγνητισμένη προς ένα κόκκινο κουβά που είναι τοποθετημένος πάνω σε γκρίζο κασόνι και μέσα του κολυμπούν αποκομμένες από την ρίζα τους δέσμες ματσικόριδα. Τα κοιτάζω πρώτα και μετά πλησιάζω με τα τα ρουθούνια μου ορθάνοιχτα τα λευκά τους ανθάκια νιώθοντας πόσο μαγικό είναι να σε αποσύρει στο πι και φι μια μυρωδιά από την άοσμη πραγματικότητα για να σε σύρει πίσω κατευθείαν στο προορισμό σου. Κάπου διάβασα πως τα λένε και ματσιγκόρτες και πως το όνομα τους έχει ετυμολογηθεί από το φράγκικο επίθετο της Παναγίας, misericordia, που πάει να πει ελεούσα, μ’αρέσει αυτή η πληροφορία, κάτι μέσα μου ανήσυχο, μου το ανακουφίζει.
Η κ. Γιώτα είναι που τα πουλάει, ανάμεσα σε ελιές και πορτοκάλια Μέρλιν, με βλέπει που τα κοιτάζω και χωρίς να με ξέρει με διαβάζει, το νιώθει αμέσως πως τους έχω παραδοθεί, στο παζάρι είναι που μαθαίνεις καλύτερα να διαβάσεις τους ανθρώπους, κουβέντα της μάνας μου αυτή, την λέει συχνά-πυκνά και υποψιάζομαι πως όντως είναι μια αλήθεια αδιαπραγμάτευτη. Και της κ. Γιώτας τα αγαπημένα της είναι τα ματσικόριδα μου λέει, αγαπάει όλα τα λουλούδια αλλά πιο πολύ αυτά και τις ορχιδέες, εκείνες θέλουν να τις έχεις περισσότερο στην έγνοια σου, λέω, δεν συμφωνεί, το καθένα έχει το μυστικό του, λίγο σκόρδο να βάζεις στις ορχιδέες και δεν μαραίνονται, αυτό είναι το δικό τους. Και βέβαια να τους μιλάς, λέει μετά, σε όλα τα λουλούδια πρέπει να μιλάς και στα φυτά και στα φαγητά που φτιάχνεις, κι’αυτά θέλουν αγάπη, όλα θέλουν αγάπη λέει και την ακούω υπάκουα, άν έχεις διανύσει λίγα μέτρα συνειδητότητας αυτό οφείλεις να κάνεις, να δείξεις υπακοή σε λέξεις που αναπνέουν από την ανάσα της γης.
Της λέω το όνομα μου, τώρα που μοιραστήκαμε τα μυστικά μας ήρθε η ώρα να γνωριστούμε, είναι από τη Κατωκοπιά λέει, τώρα μένει στην Περιστερώνα, από κει που μένει βλέπει το χωριό της, τους πολιτικούς δεν τους έχει σε εκτίμηση, κανένας τους δεν γνοιάστηκε ποτέ για μας τους ποδινάρηδες, εννοεί τους γεωργούς, εννοεί τις ζωές του μόχθου, εννοεί τις μνήμες της, τις έγνοιες της, τις μέρες και τις νύχτες της, ποτέ δεν γνοιάστηκε πολιτικός γι’αυτές, λέει. “Όσοι έχουν κάτι μεγαλειώδες μέσα τους δεν ασχολούνται με την πολιτική” είπε κάποτε ο Καμύ, εκεί πάει ο νους μου όσο η κ. Γιώτα μου μιλάει για το χωριό της και τα νιάτα της που πέρασαν και χάθηκαν, καλύτερα να μιλάμε για τα φυτά, της λέω, γελάει, “καλύττερα να μιλούμεν μόνο στα φυτά”, με διορθώνει, σειρά μου να γελάσω παρότι δεν είναι για γέλια. Μου χαρίζει ακόμα μια δέσμη ματσικόριδα, την παίρνω στην ίδια αγκαλιά με τις υπόλοιπες που αγόρασα ήδη και την αποχαιρετώ, νάρχεσαι να πίνουμε τον καφέ μας μου φωνάζει καθώς απομακρύνομαι, της γνέφω καταφατικά.
Περπατώντας προς το σπίτι, θυμάμαι πως η γιαγιά μου έλεγε ότι τα ματσικόριδα συμβολίζουν νέο ξεκίνημα, προς τα που άραγε ναναι αυτό διερωτώμαι αλλά διώχνω αμέσως την σκέψη από πάνω μου σαν μύγα ενοχλητική.