Είναι απόγευμα, βρίσκομαι στο πάρκο των σκύλων στην παλιά πόλη, φορώ σκουφί και αδιάβροχο, κάνει κρύο και αυτό είναι το μέρος που διάλεξα σήμερα για να χωθώ μέσα του, σαν μια ακόμα κρυψώνα, από κείνες που ψάχνω συχνά-πυκνά για να ξεφύγω από το βουητό των λεωφόρων και το βούισμα των λέξεων. Βλέπω τώρα το φεγγάρι που είναι ολόστρόγγυλο, παρότι δεν έχει νυχτώσει ολότελα αυτό εμφανίστηκε ήδη και επιβλέπει την κάθοδο του ήλιου και το φανέρωμα των χρωμάτων που εκείνος διαλέγει να αφήσει πίσω του. Το πάρκο είναι ακριβώς δίπλα από την λεωφόρο, έχει όμως μια δική του ιδιότυπη ησυχία φτιαγμένη από γαβγίσματα και τρυφερές ανθρώπινες φωνές που μαζί εκδιώχνουν όποιον άλλο παράφωνο ήχο επιχειρήσει να παρενοχλήσει την αρμονία τους. Μικρόσωμα και μεγαλόσωμα σκυλιά τρέχουν πάνω-κάτω και γνωρίζονται μεταξύ τους όπως εκείνα ξέρουν, κυλιούνται ανάλαφρα στο γρασίδι, κυνηγούν μια μπάλα που εκτοξεύεται κάθε τόσο στον αέρα κι’αν είναι γέρικα απλά ξαπλώνουν κάτω από τους φοίνικες και παρακολοθούν τριγύρω ράθυμα.
Πότε-πότε, κάποιό από αυτά με πλησιάζει καχύποπτα, διαισθάνεται μάλλον πως “παράτυπα” βρίσκομαι εδώ, το σκυλί μου πέθανε πριν μερικούς μήνες θέλω να εξηγήσω, δεν ξέρω ωστόσο πώς, εκείνο μου γαβγίζει πρώτα θυμωμένα και μετά με περιεργάζεται χώνοντας την μουσούδα του στο παντελόνι μου, με μυρίζεται μέχρι τα παπούτσια, δεν φέρνω αντίρρηση, η μυρωδιά μου ευτυχώς τυγχάνει της έγκρισης του και στέλνει σήμα αποδοχής στους υπολοίπους. Τα απολαμβάνω ένα-ένα με το βλέμμα μου, παρατηρώ την κάθε τους κίνηση σαν μια απόκοσμη χορογραφία που και να θέλαμε εμείς να την χορέψουμε, έχουμε ξεχάσει πως, αυτά είναι που λέγαμε με την φίλη μου το ίδιο πρωινό, αυτά κι’αλλα παρόμοια που βαθαίνουν το ρήγμα και μας σπρώχνουνε να γυρέψουμε μια νέα συννενόηση, όχι από κείνες που κυκλοφορούν πάρα έξω και απλά συμβαίνουν, από τις άλλες που δυσκολεύονται να κυκλοφορήσουν επειδή ακριβώς κάτι σημαίνουν. Είχα καιρό να δω την φίλη μου, το σπίτι της είναι λίγο έξω από την πόλη, μέσα στην φύση, ζει με τα δύο σκυλιά της και τα δέντρα της, της πήγα ζεστά κρουασάν και καφέ και απλώσαμε μέχρι το μεσημέρι στους καναπέδες της.
Το ένα από τα σκυλιά, το λυκόσκυλο της, όση ώρα λέγαμε τα δικά μας, κοιμότανε με την μούρη ακουμπημένη στα γόνατα της, “δεν έχεις ιδέα πόσο με βοήθησε αυτό το σκυλί την περίοδο των θεραπειών”, μου είπε κάποια στιγμή και εννοούσε τις χημοθεραπείες και τις ακτινοθεραπείες και ένα σωρό άλλα που βίωσε, τρείς καρκίνους πέρασε η φίλη μου και τους πέρασε με τόση δύναμη και πίστη στην ζωή που μόνο σαν μπούσουλα μπορώ να έχω μέσα μου την ύπαρξη της. Το λυκόσκυλο της κατάλαβε, είπε, πως επανεμφανίστηκε ο καρκίνος προτού το πάρει η ίδια χαμπάρι, επέμενε για μέρες να την γλείφει στο ύψος των πνευμόνων, της λέκιαζε τα πουλόβερ, του θύμωνε, εκείνο συνέχιζε, προσπαθούσε προφανώς να της πει πως κάτι πάει λάθος, την υποψίασε, το επιβεβαίωσαν τελικά και οι γιατροί.
“Πέρασαν τώρα αυτά” βιάστηκα να την διακόψω και αυτό που εννοούσαν ήταν πως η ασθένεια πέρασε, ευτυχώς όμως δεν πέρασε και ούτε πρόκειται να περάσει η συνειδητότητα που έφερε μαζί της, είπε, χάρη σ’αυτήν είναι που η ανάγκη μιας άλλης συννενόησης γίνεται αδιαπραγμάτευτη, είπε μετά και έσφιξε το λυκόσκυλο της στην αγκαλιά της. Λίγο πριν φύγω, της υποσχέθηκα πως θα πάω ξανά σύντομα,“μην μετακομίσεις ποτέ από αυτό το σπίτι”, της ψυθυρίσα, “η φύση είναι η νέα μας συννενόηση, όλα τ’άλλα είναι θορύβοι προσωρινοί”, συμφώνησε. Το φεγγάρι τώρα είναι πιο φωτεινό, το σκοτάδι που πέφτει δυναμώνει το φως του, στο πάρκο μόνο δύο τρία σκυλιά έμειναν να περιφέρονται, το κρύο έγινε ακόμα πιο έντονο, κλείνω το φερμουάρ του μπουφάν μέχρι πάνω, βάζω το σημειωματάριο στην τσάντα μου και ετοιμάζομαι να φύγω, ένα σκυλί που προπορεύεται γυρνάει και με κοιτάζει περίλυπα, αντανακλαστικά του το ανταποδίδω.