Του Σταύρου Χριστοδούλου
Θα πιάσω το νήμα από την κυριακάτικη στήλη μου στην «Καθημερινή», η οποία δημοσιεύτηκε προ μηνός. Εκεί, λοιπόν, υπό τον τίτλο «Ο πολιτισμός σε καλά χέρια» εξέφραζα την αισιοδοξία μου ότι ο Γιάννης Τουμαζής θα αποδειχτεί ο σωστός άνθρωπος στη σωστή θέση. Επειδή αφενός γνωρίζει το αντικείμενο και γιατί τα δείγματα γραφής του, τόσο στον ΘΟΚ όσο και στο Δημοτικό Κέντρο Τεχνών, δείχνουν ότι διαθέτει τη βούληση για να τοποθετήσει το νεοσύστατο υφυπουργείο Πολιτισμού στις σωστές ράγες. Αν επανέρχομαι στο θέμα είναι γιατί, με το «καπέλο» του πεζογράφου αυτή τη φορά, θέλω να σταθώ στη μεγάλη πρόκληση της δημιουργίας επιτέλους Εθνικής Στρατηγικής για το Βιβλίο.
Κατ’ αρχάς, είναι σημαντικό να γνωρίζουμε ότι η σημερινή εικόνα είναι το λιγότερο αποκαρδιωτική. Όχι μόνο γιατί το βιβλίο αντιμετωπίζεται ως ο φτωχός συγγενής του κρατικού προϋπολογισμού για τον πολιτισμό, αλλά κυρίως γιατί απουσιάζει παντελώς το θεσμικό πλαίσιο. Για τον νέο υφυπουργό λοιπόν υπάρχουν καλά και κακά νέα. Τα κακά νέα είναι ότι πρέπει να ξεκινήσει από το μηδέν. Τα καλά νέα είναι ότι και το ελάχιστο θα εκτιμηθεί σε ένα πολιτιστικό τομέα που βρίσκεται μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας.
Η διαμόρφωση της εθνικής στρατηγικής για το βιβλίο είναι σημαντικό πρώτον να διαπνέεται από σεβασμό στους δημιουργούς (πράγμα όχι και τόσο αυτονόητο) και δεύτερο να απεγκλωβιστεί από τη γραφειοκρατία και τη δημοσιοϋπαλληλική νοοτροπία (για να το θέσω όσο πιο κομψά γίνεται). Με άλλα λόγια, ν’ αποκτήσει επιτέλους ο τομέας αυτός μια εξωστρέφεια και να εγκαταλειφθούν μουχλιασμένες πρακτικές του παρελθόντος. Στα πρακτικά τώρα, μπορούν να γίνουν μια σειρά από ενέργειες οι οποίες θα εντάξουν την Κύπρο στον χάρτη της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας.
Πρώτη και πολύ σημαντική είναι η παρουσία μας σε Διεθνείς Εκθέσεις με αναγνωρισμένο κύρος. Από την κορυφαία στην Ευρώπη, που διοργανώνεται στη Φρανκφούρτη, μέχρι την κοντινή μας Θεσσαλονίκη όπου εκπροσωπούνται οι ελληνικοί εκδοτικοί οίκοι που αρκετοί από εμάς εκδίδουμε τα βιβλία μας. Εξίσου σημαντική είναι και η εκπροσώπηση στα λογοτεχνικά Φεστιβάλ (όπως π.χ. της Βουδαπέστης) όπου δίνεται η δυνατότητα συγχρωτισμού της κυπριακής λογοτεχνικής παραγωγής με τα σύγχρονα ευρωπαϊκά ρεύματα.
Στο πλαίσιο μας Εθνικής Στρατηγικής μπορεί να τεθούν οι βάσεις για τη διοργάνωση Διεθνούς Έκθεσης Βιβλίου και στην Κύπρο. Μέχρι τότε, και εν όψει αυτού του πολύ φιλόδοξου στόχου, το υφυπουργείο Πολιτισμού πρέπει να επενδύσει στην φιλαναγνωσία. Η χρηματοδότηση Λεσχών Ανάγνωσης (πρακτική που ανθίζει στην Ελλάδα) είναι ένα πρώτο ρεαλιστικό βήμα. Εξίσου σημαντική είναι όμως και η συνεργασία με το υπουργείο Παιδείας για να επισκέπτονται Κύπριοι συγγραφείς τα σχολεία και να συνομιλήσουν με μαθητές.
Οι Βιβλιοθήκες είναι το επόμενο μεγάλο κεφάλαιο. Ξεκινώντας από την εκ βάθρων αναδόμηση της κρατικής βιβλιοθήκης και συνεχίζοντας με την αναβάθμιση των δημοτικών και σχολικών βιβλιοθηκών. Πολλά ακόμα μπορούν να γίνουν. Άλλα μικρά, πλην όμως εξαιρετικά ενδιαφέροντα, όπως είναι η διοργάνωση λογοτεχνικών περιπάτων ή το δίκτυο ανταλλαγής λογοτεχνικών διαμονών. Κι άλλα μεγάλα και κρίσιμης σημασίας, όπως είναι το θέμα των πνευματικών δικαιωμάτων ή η επιχορήγηση μεταφράσεων Κυπρίων δημιουργών.
Το κλειδί βρίσκεται στην οπτική γωνία από όπου επιλέγει κανείς να βλέπει τον πολιτισμό. Αν η θέαση έχει στενό ορίζοντα τότε μοιραία χάνεται η μεγάλη εικόνα. Η λογοτεχνία δεν είναι μια ακαδημαϊκή υπόθεση, ούτε αφορά ένα κλειστό κύκλο μυημένων. Είναι η πηγή απ’ όπου αναβλύζει ο σύγχρονος πολιτισμός μας, είναι η γλώσσα μας και ο καθρέφτης της κοινωνίας μας. Είναι επίσης το κατ’ εξοχήν πεδίο για να αισθανθούμε τα ρεύματα της Ιστορίας.
Το μεγάλο στοίχημα για το υφυπουργείο Πολιτισμού είναι να βγάλει την κυπριακή λογοτεχνία από τη χρόνια απομόνωσή της. Ίδωμεν.
Ο κ. Σταύρος Χριστοδούλου είναι λογοτέχνης και δημοσιογράφος.