Του Σταύρου Χριστοδούλου
Πολλοί θεωρούν τον «προοδευτισμό» ένα ιδεολόγημα. Το «αριστερό ξέφτι» μιας εποχής που καθοριζόταν από σαφείς ιδεολογικές γραμμές. Τα τελευταία 30 χρόνια υπήρξαν πολλές διακυμάνσεις σε αυτή την, καθόλου θεωρητική όπως αποδείχτηκε, προσέγγιση. Από «Το τέλος της ιστορίας» του Φράνσις Φουκουγιάμα το 1992, μέχρι τον θρίαμβο της μετα-πολιτικής στις μέρες μας. Σε αυτές τις τρεις δεκαετίες, βέβαια, μεσολάβησαν πολλά επεισόδια: η αποθέωση και η πτώση του νεο-φιλελευθερισμού (ελέω οικονομικής κρίσης), η περιθωριοποίηση της μαρξιστικής ανάγνωσης του κόσμου (συνέπεια της πτώσης του υπαρκτού σοσιαλισμού), ο επαναπροσδιορισμός της αριστερής ατζέντας (κυρίως στο πεδίο της οικολογίας και των δικαιωμάτων) και η έξαρση των ακροδεξιών κινημάτων (από τους νεοσυντηρητικούς μέχρι τους νεοναζί).
Τα αναφέρω αυτά, γιατί αν θέλουμε να «διαβάσουμε» όσα συμβαίνουν γύρω μας, οφείλουμε να πιάσουμε το νήμα από το σημείο όπου διασταυρώνονται οι δύο κυρίαρχοι πολιτικοί δρόμοι της εποχής μας: εκείνος που καθορίζεται από τη συντηρητική σκέψη και εκείνος που προσδιορίζεται από τις προοδευτικές αντιλήψεις. Η καταγγελία της Αλεξάνδρας Ατταλίδου για την προβολή βίντεο ομοφοβικού περιεχομένου σε Λύκειο της Λευκωσίας και η αντίδραση του Παύλου Μυλωνά, ο οποίος μίλησε για πνευματική τρομοκρατία και φίμωση, είναι ένα τέτοιο καλό παράδειγμα. Το ζήτημα δεν είναι φυσικά αν ένας ιερωμένος δικαιούται να έχει άποψη για τον γάμο και την τεκνοθεσία από ομοφυλόφιλα ζευγάρια. Αλλά αν στο σύστημα εκπαίδευσης ενός σύγχρονου κράτους που σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα έχουν θέση απόψεις για «φυσιολογικές και μη φυσιολογικές» σεξουαλικές συμπεριφορές. Αυτό δεν είναι ζήτημα άποψης, συζήτησης ή πλουραλισμού. Αλλά ρατσιστική διάκριση, η οποία έχει ως αποτέλεσμα τον διαχωρισμό των πολιτών σε πρώτης και δεύτερης κατηγορίας.
Στην Ελλάδα αυτές τις ημέρες υπήρξε μια παράλληλη συζήτηση, σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα, με αφορμή το νομοσχέδιο για τον γάμο των ομοφυλοφίλων. Στο ελληνικό Κοινοβούλιο ακούστηκαν σημεία και τέρατα από κόμματα όπως οι Σπαρτιάτες που ζητούσαν ονομαστική ψηφοφορία, μέχρι τον Βελόπουλο που τόλμησε να αναρωτηθεί από το βήμα της Βουλής: «Γιατί δεν ρωτάμε πόσοι εδώ μέσα είναι ομοφυλόφιλοι;». Η αντίδραση της Έλενας Ακρίτα αγγίζει την ουσία της αντιπαράθεσης και αξίζει τον κόπο να τη διαβάσουμε προσεκτικά: «Ο γάμος για όλους δεν είναι προνόμιο. Προνόμιο θα ήταν αν η ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα δεν πλήρωνε φόρους. Προνόμιο θα ήταν αν η ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα ψώνιζε δωρεάν από το σούπερ μάρκετ. Δικαίωμα είναι η ισότητα, ο γάμος και η οικογένεια, για όλους τους ανθρώπους που το επιθυμούν». […] «Το δικαίωμα δεν παζαρεύεται. Στο δικαίωμα δεν υπάρχει αντίθετη γνώμη, δεν υπάρχει αντίθετη άποψη, το δικαίωμα δεν υπόκειται σε διαδικασίες δημοψηφισμάτων. Είτε αρέσει είτε δεν αρέσει, το Σύνταγμα είναι ξεκάθαρο: είμαστε όλοι ίσοι. Τελεία, παύλα».
Η ισότητα λοιπόν είναι το θέμα. Και τα δικαιώματα. Όχι αν ο μητροπολίτης Μεσογαίας Νικόλαος είναι ένας μορφωμένος άνθρωπος ή αν η Εκκλησία μπορεί να προπαγανδίζει τα πιστεύω της. Να τα πιστεύει και να τα κηρύσσει στους ναούς ναι, αλλά όχι στα σχολεία όπου διαμορφώνονται δημοκρατικές συνειδήσεις. Ο Παύλος Μυλωνάς και οι ομοϊδεάτες του δεν το κατανοούν αυτό και πρόβλημά τους. Πρόβλημα επίσης είναι και για τα κόμματα που τους στεγάζουν, καθώς κάποια στιγμή πρέπει να έχουν τη γενναιότητα να απαντήσουν σε τι ακριβώς διαφοροποιούνται από τον ρατσισμό και την ομοφοβία των ακροδεξιών.
Το θέμα όμως, επαναλαμβάνω, δεν είναι οι μυλωνάδες ούτε οι βελόπουλοι της δημόσιας σφαίρας. Αλλά αυτοί που έχουν τη θεσμική ευθύνη να προάγουν μια δημοκρατική παιδεία χωρίς διαχωρισμούς. Εμένα, ως φορολογούμενο πολίτη, ολίγον με ενδιαφέρει αν η Αθηνά Μιχαηλίδου έχει συντηρητικές αντιλήψεις. Ως ιδιώτης ας κάνει ό,τι θέλει. Και να εκκλησιάζεται και να ασπάζεται τις απόψεις των παπάδων περί φυσιολογικού και μη. Ως υπουργός Παιδείας όμως, δεν έχει κανένα δικαίωμα να αποφαίνεται «ουδέν μεμπτόν» για την προβολή του βίντεο. Όταν περιθωριοποιούνται παιδιά επειδή είναι ή αισθάνονται διαφορετικά, η ανοχή τής υπουργού είναι συνενοχή. Έχει καταντήσει κουραστικό να υπερασπιζόμαστε τα αυτονόητα, όμως δεν υπάρχει άλλη επιλογή. Γιατί τα αυτονόητα δεν είναι, δυστυχώς, τόσο αυτονόητα.