Του Σταύρου Χριστοδούλου
«Την Ελλάδα θέλομεν και ας τρώγωμεν πέτρες». Μόνο αυτό το σύνθημα δεν ακούστηκε στο πολιτικό – ιδεολογικό συνέδριο του ΔΗΣΥ. Όλα τ’ άλλα τα είχε το εθνικοπατριωτικό πανέρι. Και Μητσοτάκη και γαλανόλευκες και ελληνολατρία και χριστιανική ορθόδοξη θρησκευτική ταυτότητα, ακόμα και αναφορά στον κομμουνισμό ώστε να καλυφθούν πλήρως τα εθνικόφρονα σωματεία. Τον τόνο στο παραλήρημα έδωσε ο Σωτήρης Σαμψών, ο οποίος ξεκίνησε με το αμίμητο «Ελληνίδες, Έλληνες, Ελληνόπαιδες» για να πει στη συνέχεια ότι οι Έλληνες εθνικόφρονες της Κύπρου υπήρξαν κατατρεγμένοι.
Παρένθεση: Ο Σωτήρης Σαμψών έδωσε αξιόλογα δείγματα γραφής ως βουλευτής, αποδεικνύοντας ότι θα μπορούσε να έχει μια αυτόφωτη πολιτική πορεία. Με την ομιλία του όμως στο Συνέδριο, καταδίκασε τον εαυτό του να είναι απλώς ο γιος του Σαμψών, πιασμένος στα δίκτυα ενός βεβαρυμμένου παρελθόντος που ευθύνεται για την καταστροφή του τόπου. Κλείνει η παρένθεση.
Επιστρέφω στο Συνέδριο για να σημειώσω ως πρώτο σχόλιο το πλέον εμφανές: οι διοργανωτές έκαναν ό,τι ήταν ανθρωπίνως δυνατόν για να μετατεθεί το κέντρο βάρους από τον υποψήφιο στο κόμμα. Κι όταν λέμε κόμμα, εννοούμε όλο το «πακέτο». Από την επίκληση του κομματικού πατριωτισμού μέχρι τα εθνικά σύμβολα που βγήκαν από το χρονοντούλαπο της ιστορίας. Ας μη βιαστούν κάποιοι να επικαλεστούν το διαχρονικό αφήγημα του ΔΗΣΥ. Οι δηλώσεις του Προέδρου Αναστασιάδη, το όχι και τόσο μακρινό 2015, θα μας βοηθήσουν να φρεσκάρουμε τη συνήθως επιλεκτική μας μνήμη: «Ήταν κάποτε και τα λάθη όλων μας που οδήγησαν στην περιφρόνηση του ενός έναντι του άλλου, αλλά την ίδια ώρα, δυστυχώς, χείριστο ρόλο διαδραμάτισαν σε έναν περιορισμένο βαθμό αρχικά οι μητέρες πατρίδες». Την ίδια χρονιά συζητήθηκε έντονα και η δήλωση του Χάρη Γεωργιάδη: «Η γλώσσα είναι κάτι κοινό που έχουμε με τους Έλληνες, αλλά η οικονομία μας είναι εντελώς διαφορετική. Υπάρχουν πολιτιστικοί δεσμοί, αλλά αυτό είναι όλο. Απ’ εκεί και πέρα έχουμε τη δική μας πορεία».
Τι μεσολάβησε άραγε από τον πολιτικό ρεαλισμό των Αναστασιάδη – Γεωργιάδη που πρότασσε την κυπριακή ταυτότητα, μέχρι το εθνικό ντελίριο του περασμένου Σαββατοκύριακου; Το πρώτο και βασικό είναι η κατρακύλα των κομματικών ποσοστών. Σε πραγματικές ψήφους ο Αβέρωφ παρέλαβε ένα κόμμα των 138.682 ψηφοφόρων και στις τελευταίες εκλογές η εκλογική του βάση μειώθηκε σε 99.328. Μιλάμε για μια πρωτοφανή συρρίκνωση που αντιστοιχεί στο ένα τρίτο της εκλογικής δύναμης του κυβερνώντος κόμματος. Η απώλεια ψήφων ως γνωστόν φέρνει γκρίνια. Πόσω δε μάλλον όταν στο βάθος του ορίζοντα μαζεύονται νέα σύννεφα, με την κομματική συνοχή να απειλείται εν όψει των εκλογών του 2023. Κι αυτό μας οδηγεί στον ελέφαντα που βρισκόταν μέσα στο στάδιο Ελευθερία: Τον «ωσεί παρόντα» Νίκο Χριστοδουλίδη. Γεγονός που επιβεβαιώθηκε και από την άκαιρη επίθεση του Φαίδωνα Φαίδωνος, ο οποίος θυμήθηκε ξαφνικά τη σχέση του τέως ΥΠΕΞ με τον Βγενόπουλο, αφήνοντας αιχμές.
Αθροίζοντας τα πιο πάνω τι προκύπτει; Ένα κόμμα που προσπάθησε να κρύψει τον εκνευρισμό του ανεμίζοντας τα λάβαρα της εθνικοφροσύνης. Απλή αγνή απορία: Πώς ελπίζει να πείσει ο Αβέρωφ ότι μπορεί να γίνει πρόεδρος όλων των Κυπρίων, όταν συμπεριφέρεται σαν περιφερειάρχης του ελληνικού κράτους; Τι κι αν επισκέφθηκε, λίγες μέρες αργότερα, το Βαρώσι κάνοντας εκκλήσεις σε δραματικό ύφος. Ο απόηχος του Συνεδρίου θα τον ακολουθεί. Με το ερώτημα να είναι σαφές, ζητώντας μια εξίσου σαφή απάντηση: Πώς θα πείσει ο υποψήφιος πρόεδρος Αβέρωφ Νεοφύτου ότι θέλει τη λύση, για μια αληθινά ανεξάρτητη κρατική οντότητα, αν δεν μπορεί να αποκόψει τον ομφάλιο λώρο με τη μητέρα πατρίδα; Την απάντηση είχε δώσει ο Νίκος Αναστασιάδης 7 χρόνια πριν: «Θέλω να πιστεύω ότι μετά την καταστροφή του ’74, έχουμε απεξαρτητοποιηθεί και ανεξαρτητοποιηθεί και λειτουργούμε επιτέλους ως Κράτος. Κατά τον ίδιο τρόπο να επιτευχθεί και η αποκοπή του ομφάλιου λώρου με την όποια άλλη πατρίδα. Βεβαίως σεβόμαστε την εθνική μας καταγωγή και την εθνική τους καταγωγή, αλλά τουλάχιστον θα εργαζόμαστε μαζί ως συμπολίτες, ως κάτοικοι αυτής της νήσου που ο Θεός μας ευλόγησε να ζούμε εδώ».