Του Σταύρου Χριστοδούλου
Αν υπήρχαν Χρυσά Βατόμουρα για την κυπριακή πολιτική πραγματικότητα (όπως τα αντι-Όσκαρ για τις χειρότερες ταινίες της χρονιάς) δύο πρόσωπα θα διεκδικούσαν με αξιώσεις το βραβείο αυτή τη βδομάδα: Ο πρόεδρος του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου και ο πρόεδρος του ΔΗΚΟ. Ο πρώτος γι’ αυτό που δήλωσε, εντελώς ανερυθρίαστα, με αφορμή τις κυρώσεις που επέβαλαν οι ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο σε Κυπρίους. «Με ψύλλου πήδημα δεν πρέπει να αμαυρώνεται το όνομα της Κύπρου» ήταν η δήλωσή του, η οποία στην καλύτερη περίπτωση δηλώνει στενομυαλιά και στη χειρότερη κυνισμό. Είναι εντυπωσιακό, πάντως, ότι ένας νομικός εγνωσμένου κύρους παραμένει εγκλωβισμένος σε μια συντεχνιακή λογική, ανίκανος να δει τη μεγάλη εικόνα. Να μην μπορεί ν’ αντιληφθεί δηλαδή ότι το διακύβευμα δεν αφορά στο τεκμήριο της αθωότητας κι ούτε βεβαίως στην έννοια του δικαίου. Προφανώς οι κυρώσεις δεν είναι καταδικαστικές αποφάσεις αλλά μονομερείς ενέργειες, οι οποίες ελέγχονται για την αλήθεια των ισχυρισμών τους. Πέρα όμως από αυτή τη στενή νομική ανάγνωση, εδώ υπάρχει ένα μεγάλο πολιτικό θέμα: οι μειωμένες ηθικές αντιστάσεις. Αυτό, που με πολιτικούς όρους, ονομάσαμε ηθικό έλλειμμα και αφορά τόσο στο εμπόριο διαβατηρίων όσο και σε άλλες υπηρεσίες που κόλλησαν στην Κύπρο την ταμπέλα του «πλυντηρίου». Ο κύριος Χρίστος Κληρίδης οφείλει να γνωρίζει ότι μια χώρα με σημαία ευκαιρίας (στη συνείδηση των Ευρωπαίων εταίρων και όχι μόνο) δεν νομιμοποιείται να μιλά για στοχοποίηση ή για κυνήγι μαγισσών. Οπωσδήποτε, δε, είναι ανεπίτρεπτο ο πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου να αναφέρεται σε «ψύλλου πήδημα», όταν στο επίκεντρο της ιστορίας βρίσκεται το κύρος της χώρας μας και η αξιοπρέπεια του λαού μας.
Το Χρυσό Βατόμουρο δικαιωματικά έπρεπε να αποδοθεί στον κ. Χρίστο Κληρίδη, πλην όμως ο εχθρός του γελοίου είναι το γελοιωδέστερο. Έτσι, στη χώρα του Υπαρκτού Σουρεαλισμού προέκυψε μια εξίσου ισχυρή υποψηφιότητα, του Νικόλα Παπαδόπουλου, ο οποίος τελικά μόνο για λίγο καιρό ξαποσταίνει και ξανά προς τη δόξα τραβά. Ιδού το απαύγασμα της πολιτικής σκέψης ενός πολιτικού που διεκδίκησε την προεδρία της Δημοκρατίας και σήμερα κυβερνά από το παρασκήνιο: «Το μοντέλο τεχνητής νοημοσύνης GPT-4, με πληροφόρηση που χρονολογείται ως το Σεπτέμβριο του 2021, καταλαβαίνει ξεκάθαρα ότι η Τουρκία προωθεί λύση δύο κρατών στο Κυπριακό. Ίσως πρέπει να συμβουλευτούν αυτό το εργαλείο ορισμένοι κύκλοι, εντός και εκτός Κύπρου, που ακόμα και σήμερα κάνουν πως δεν το καταλαβαίνουν». Πρόκειται αναμφίβολα για σύμπτωμα ακραίου πολιτικού σουρεαλισμού. Αν ο χαρακτηρισμός είναι βαρύς ευχαρίστως να τον αποσύρω, με την προϋπόθεση φυσικά ότι ο πρόεδρος του ΔΗΚΟ θα ξεκαθαρίσει πως ήταν ένα (ατυχές έστω) αστείο στο Twitter σε κάποια φάση που βαριόταν κι έψαχνε κάτι νόστιμο να πει. Διαφορετικά, εάν επιμένει στην ανεκδιήγητη θεωρία του, ισχύει μάλλον αυτό που έγραψε ένα Troll με βιτριολικό χιούμορ: «Φίλε Νικόλα, είτε σε χακάραν είτε ήταν πόμπες τα ποτά στο πάρτι σου και ακόμα δεν έφερες το νου σου». Γελάμε, γιατί αν πάρουμε σοβαρά αυτά που συμβαίνουν θα κτυπάμε το κεφάλι μας στον τοίχο. Είναι δυνατόν σε μια χώρα που βιώνει την αναπηρία της κατοχής επί σχεδόν μισό αιώνα, ο ηγέτης ενός ιστορικού κόμματος να χρησιμοποιεί το GPT-4 για ν’ αντλήσει πολιτικά επιχειρήματα; Αν αυτό δεν είναι κατάντια, αναρωτιέμαι πόσο μακριά είναι ακόμα ο πάτος της κατηφόρας;
Όσα συμβαίνουν στη δημόσια σφαίρα δηλώνουν την κρίση της πολιτικής στην Κύπρο. Μιας χώρας που αποθεώνει το χρήμα και ξεπλένει μέσα από την κοινωνική κολυμβήθρα όσους καταφέρνουν να «αξιοποιήσουν» τις ευκαιρίες για πλουτισμό. Ενός κράτους που αποθεώνει τη λογική «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα» αρκεί τα μέσα να αποδίδουν ζεστό χρήμα. Ενός λαού με ελλειμματική παιδεία, που χειροκροτεί πολιτικούς μικρού βεληνεκούς αρκεί να του χαϊδεύουν τα αφτιά. Δεν ξέρω ποια είναι η απάντηση του GPT-4 στο ερώτημα «τι είναι η πατρίδα μας;» αλλά πολύ φοβάμαι πως βρισκόμαστε ενώπιον μιας δυστοπικής πραγματικότητας, η οποία μας δίνει συχνά αφορμές για να κάνουμε πλάκα, αλλά δεν έχει δυστυχώς καθόλου πλάκα.