Του Σταύρου Χριστοδούλου
Το ροζ σπίτι στην οδό Πινδάρου, αυτό που λέγαμε «τούρτα», την μπουγάτσα του Πικ Νικ, το θερινό Αθήναιον κι εκείνη τη γελοία πέτρα του Τίτο, τα θυμάσαι; Δεν ρωτώ με νοσταλγική διάθεση. Ρωτάω γιατί αν θυμάσαι πάει να πει πως τα προπολεμικά χρόνια για σένα δεν είναι απλώς αφηγήσεις και αναγνώσματα άλλων. Εγώ πάντως θυμάμαι. Καμιά φορά σκέφτομαι πως η δική μου γενιά είναι ίσως η τελευταία που κουβαλάει αυτό το άχθος. Είναι περίεργο τελικά τι διασώζει μέσα του ο άνθρωπος αλλά εγώ για παράδειγμα, που το 1974 ήμουνα έντεκα ετών, θυμάμαι το τελευταίο μπάνιο στον Παχύαμμο και τη μυρωδιά των λεμονανθών στα ριζά του βουνού. Θυμάμαι το κονβόι στον δρόμο για την Κερύνεια και μια ταβέρνα σ’ ένα χωριό, τη Χαλεύκα στην οροσειρά του Πενταδακτύλου, μια χειμωνιάτικη νύχτα. Τους μανιασμένους αέρηδες, θυμάμαι και κάτι χοντρά μακαρόνια με βραστή όρνιθα. Από το Βαρώσι, πάλι, δεν θυμάμαι πολλά, αλλά είναι μια εικόνα που με κυνηγά: Φθινόπωρο, μουντός ο καιρός, να γυρνάω μονάχος τον μεταλλικό μύλο κάτω στην παραλία με την παχιά άμμο. Αυτά πάνω-κάτω θυμάμαι. Κι αν ρώτησα πριν αν θυμάσαι κι εσύ στιγμές σαν κι αυτές, από μια Κύπρο που δεν είχε κάτι φοβερά εντυπωσιακό, αλλά ήταν η πατρίδα που μας μεγάλωσε, τότε είμαι βέβαιος πως η είδηση για τα ξενοδοχεία που πωλήθηκαν στην περίκλειστη πόλη σε πάγωσε εξίσου.
Οδηγούσα όταν το άκουσα στο ραδιόφωνο και σκέφτηκα: «αυλαία». Αμέσως όμως αναθεώρησα. Γιατί η αυλαία θα πέσει όταν γίνει η προσάρτηση των κατεχομένων στην Τουρκία. Ως τότε μπορεί να σιγοκαίει η ελπίδα κι ας ξεκίνησε η αντίστροφη μέτρηση. Είπα και πριν ότι δεν θέλω να πέσω στην παγίδα της γλυκερής νοσταλγίας. Αφενός επειδή δεν ήταν όλα τόσο ιδανικά όπως κάποιοι επιμένουν να λένε κι αφετέρου επειδή η πάροδος του χρόνου δεν εξωραΐζει το παρελθόν. Δύσκολες εποχές ήταν. Τοξικές πολλές φορές. Σε ένα κλειστοφοβικό τόπο που μαϊμούδιζε τη Δύση, ενώ ήταν χωμένος μέχρι τα μπούνια στην Ανατολή. Όμως αυτός ήταν ο τόπος μας. Κι έτσι τον αγαπήσαμε, άνευ όρων. Καθώς ρωτάω λοιπόν αν θυμάσαι, έχω διαρκώς στο μυαλό μου τον στίχο που μοιάζει με εγκάρσια τομή: «η μνήμη, κύριο όνομα των θλίψεων». Αν θυμάσαι, αναγκαστικά θλίβεσαι με όσα συμβαίνουν. Αλλά τι γίνεται αλήθεια μ’ αυτούς που δεν θυμούνται; Τη δεύτερη και την τρίτη γενιά. Ποιος μπορεί να τους κατηγορήσει για την αποστασιοποίηση, ακόμα και για την έλλειψη συναισθήματος;
Είναι ανεπίτρεπτο λένε κάποιοι να ξεπουλάμε τις περιουσίες, είναι εθνικό και πατριωτικό καθήκον, λένε, να φυλάμε Θερμοπύλες. Ομολογώ πως παρακολουθώ με αμηχανία όσους κουνούν αυστηρά το δάκτυλο. Ιδιαιτέρα τους πολιτικούς. Αυτούς που δουλειά τους είναι υποτίθεται να προλαβαίνουν τα χειρότερα ώστε να μη χανόμαστε στα διαδικαστικά: ήταν μονάχα μια ιδιωτική πράξη, έχει οποιαδήποτε νομιμοποιητική βάση και ισχύ, ήταν συμφωνία - «λαγός» για να μετρηθούν οι αντιδράσεις; Μήπως όμως αντί να συζητάμε γι’ αυτά πρέπει να κάνουμε ένα βήμα πίσω και να θυμηθούμε τις τραγικές πολιτικές ευθύνες; Δεν χρειάζεται να σπαταλήσουμε φαιά ουσία για τα παλιά σχέδια λύσης και τις χαμένες ευκαιρίες. Αρκούν τα πρόσφατα, από τότε που οι Τούρκοι υλοποίησαν τις απειλές τους για άνοιγμα της περίκλειστης πόλης κι εδώ μιλάγαμε για πυροτεχνήματα. Οκτώβριο του 2020 διοργανώθηκε η φιέστα με τον Ερντογάν υπό βροχή. Ούτε τρία χρόνια αργότερα, επιβεβαιώθηκαν οι δυσοίωνες προβλέψεις.
Το Βαρώσι μπορεί ν’ αποτελέσει την ταφόπλακα του Κυπριακού. Αν ξαναζωντανέψει το παραλιακό μέτωπο τότε τίποτε δεν θα μπορέσει πια να μας σώσει. Το εύκολο είναι να καταφεύγουμε στην πολιτική του αναθέματος: βάζεις στον τοίχο αυτόν που πουλάει την περιουσία του και τον πυροβολείς. Αλλά δεν υπάρχει τίποτε πιο υποκριτικό από αυτό. Γιατί σχεδόν μισό αιώνα μετά από εκείνο το τρομακτικό καλοκαίρι θα έπρεπε να ξέρουμε πως ο χειρότερος εχθρός μας είναι ο αδυσώπητος χρόνος. Αυτός που ροκανίζει τις αντιστάσεις εκείνων που ακόμα θυμούνται και θρέφεται από τη αμνημοσύνη όσων δεν έχουν τίποτε να θυμηθούν.