Του Σταύρου Χριστοδούλου
Όλοι θυμόμαστε, υποθέτω, όσα έλεγε για το μαύρο δεφτέρι του κατά την προεκλογική περίοδο. Αλλά και για εκείνους που το ξέχασαν, φρόντισαν οι αναρτήσεις στο Χ να τους φρεσκάρουν τη μνήμη, με το απόσπασμα από τη συνέντευξη του Νίκου Χριστοδουλίδη στο podcast του Χριστόφορου Χριστοφή. Όπου έλεγε πως σε αυτό το «μαύρο δεφτεράκι» σημείωνε ονόματα αξιόλογων ανθρώπων που συναντούσε, ώστε να τους αξιοποιήσει, όταν εκλεγεί. Τεχνοκράτες, εκτός κομματικού κατεστημένου, out of the box επιλογές γενικώς. Και αορίστως όμως, όπως αποδείχτηκε εντέλει, όταν ο Νίκος Χριστοδουλίδης εξελέγη και σχημάτισε την πρώτη του κυβέρνηση.
Δεν νομίζω ότι έχει κανένα νόημα να επαναλάβουμε τα γνωστά – ότι ο πρόεδρος απογοήτευσε κι ότι πέρασε κάτω από τον πήχη που ο ίδιος ανέβασε ψηλά. Η επιλογή του άλλωστε για τη θέση του επιτρόπου επικυρώνει ότι το μαύρο δεφτέρι κλείστηκε σε κάποιο συρτάρι και ξεχάστηκε. Γι’ αυτό είναι ανώφελο να συζητάμε για τον Κώστα Καδή και το πώς κατάφερε να γίνει «παντός καιρού υπουργός». Το θέμα δεν είναι ο Καδής, ο οποίος, αν θέλουμε να είμαστε δίκαιοι, είναι ένας σοβαρός, ευγενής και μορφωμένος άνθρωπος. Άχρωμος, άοσμος και χωρίς κανένα πολιτικό αποτύπωμα; Αυτό ναι. Ως υπουργός από όπου πέρασε δεν ακούμπησε. Αλλά αυτό δεν είναι δικό του πρόβλημα – επαναλαμβάνω. Είναι εκείνων που τον επέλεξαν.
Ο τελευταίος στη σειρά Νίκος Χριστοδουλίδης, με αυτή του την απόφαση έδωσε «ξεκάθαρα» δείγματα γραφής: Δεν θέλει να σπάσει αβγά ο πρόεδρος. Μετά την πρώτη κρυάδα και τις κραυγαλέες αστοχίες τύπου Χατζηγιάννης, έφτιαξε ένα Υπουργικό όπου το ζητούμενο είναι να περνάει –ανώδυνα ει δυνατόν– τη βάση. Αν εξαιρέσουμε ελάχιστες περιπτώσεις υπουργών που κατάφεραν να ξεκολλήσουν από τον μέσο όρο (Ιωάννου, Μιχαηλίδου, Κόμπος) οι υπόλοιποι κάνουν απλώς διαχείριση με στόχο τα λιγότερα λάθη. Η επιλογή του Κώστα Καδή εντάσσεται σε αυτήν ακριβώς τη λογική, ή μάλλον, ο (τρις) πρώην υπουργός αποτελεί την πεμπτουσία αυτού του τύπου διακυβέρνησης. Τούτων δοθέντων, αν δεν σκάσει καμιά «βόμβα» στα χέρια τού προέδρου της Δημοκρατίας ώς το τέλος της θητείας του, θα ολοκληρώσει τον κύκλο του με τις μίνιμουμ δυνατές απώλειες. Πλην όμως, αυτός ο κύκλος ενδέχεται να κλείσει οριστικά για τον ίδιο, καθώς η διάψευση των προσδοκιών που δημιούργησε κινδυνεύει να αποδειχτεί ο μεγάλος εχθρός του στις προεδρικές του 2028.
Εδώ προκύπτει και το ακανθώδες ερώτημα, άμεσα συνδεδεμένο με το πολιτικό του μέλλον: Τι έχει στο μυαλό του ο Νίκος Χριστοδουλίδης; Εάν αντιλαμβάνεται ότι προτού φτάσει στα μισά της διακυβέρνησής του θεωρείται «πρόεδρος μιας θητείας», πώς αλήθεια σκοπεύει να πορευτεί; Το χαρτί της ανανέωσης και του εκσυγχρονισμού το έκαψε μαζί με το περιβόητο μαύρο δεφτέρι του. Τι απομένει λοιπόν; Ένα θαύμα. Και όπως φαίνεται, το θαύμα ξεπροβάλλει από τον ορίζοντα του κορακοζώητου Κυπριακού. Ή μάλλον, από τη νεκρανάσταση του Κυπριακού, καθώς πολλοί υποστηρίζουν ότι βρισκόμαστε ενώπιον μιας νέας προσπάθειας επίλυσης.
Κατηγορήθηκε ο πρόεδρος για πολιτικές πιρουέτες, με αφορμή και τη συναίνεση της κυβέρνησης για τη συμμετοχή της Τουρκίας στο άτυπο συμβούλιο ΥΠΕΞ της Ε.Ε. την ερχόμενη Πέμπτη στις Βρυξέλλες. Ο καλός συνάδελφος Παύλος Ξανθούλης στην παρακείμενη στήλη, βαθύς γνώστης του ευρωπαϊκού ρεπορτάζ, έγραφε ότι αυτό δεν είναι παρά μόνο η αρχή, ενώ δρομολογείται το ξεπάγωμα μείζονος σημασίας ευρωτουρκικών θεμάτων, με τον Νίκο Χριστοδουλίδη να «άγεται και φέρεται, μετατοπίζεται και αυτοαναιρείται, άνευ ανταλλαγμάτων και –κυρίως– χωρίς καμιά στόχευση». Αυτή είναι η μια ανάγνωση της συμπεριφοράς του προέδρου, με βάση τα πολιτικά του πεπραγμένα. Η άλλη ανάγνωση, ατεκμηρίωτη προφανώς αφού πρόκειται για πολιτική εκτίμηση, είναι ότι ο Νίκος Χριστοδουλίδης αποφάσισε να αξιοποιήσει την τελευταία ευκαιρία που του προσφέρουν οι εξελίξεις στο Κυπριακό, για να παραμείνει ενεργός στο παιχνίδι. Με άλλα λόγια, υιοθετώντας μια πιο διαλλακτική στάση, μπαίνει σε μια προσπάθεια για την επανέναρξη των συνομιλιών, ευελπιστώντας ότι μια νέα κινητικότητα θα του δώσει την ευκαιρία να μην είναι απλώς μια «παρένθεση», αλλά να διεκδικήσει με αξιώσεις μια δεύτερη θητεία.