Του Σταύρου Χριστοδούλου
Έχουν γραφτεί τόσα πολλά για τη συντριβή του ΣΥΡΙΖΑ ώστε μια άποψη ακόμα για το θέμα μάλλον πλεονάζει. Απ’ την άλλη, σκέφτομαι ότι τώρα ακριβώς που κόπασε ο κουρνιαχτός, μια ματιά «απ’ έξω» έχει τη δική της αξία. Για όσους τουλάχιστον αναζητούν απάντηση στο ερώτημα γιατί η Αριστερά δεν κερδίζει, στην Ελλάδα, αλλά όχι μόνο.
Για τον Τσίπρα νομίζω τα είπε όλα, σε μια φράση, η Βασιλική Σιούτη στη Lifo: «Επί τέσσερα χρόνια δεν κατάφερε να πείσει ότι μπορεί να είναι καλύτερος από τον πρωθυπουργό της “χειρότερης κυβέρνησης”, ακόμα και στις πιο δύσκολες στιγμές της». Σε απλά μαθηματικά αυτό δημιουργεί μια ψαλίδα 20 μονάδων από τη Νέα Δημοκρατία, η οποία κατάφερε να κυριαρχήσει σε τέσσερις κρίσιμες κατηγορίες: στους νέους, στους αναποφάσιστους, στις λαϊκές συνοικίες και στους ελεύθερους επαγγελματίες. Ιδού λοιπόν το προφανές: αν σε νικήσει αυτό που εσύ ανέδειξες ως «χειρότερο» τότε είναι φανερό πως το πρόβλημα βρίσκεται στον χειρότερο εαυτό σου, ο οποίος, στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ, παράπαιε ανάμεσα στη συστημική εικόνα του και τον ριζοσπαστικό του λόγο. Ένα αλλοπρόσαλλο κράμα, όπως αποδείχτηκε, το οποίο ουδόλως αρμόζει σε μια αξιόπιστη εναλλακτική πρόταση εξουσίας.
Ο διχασμός αυτός δεν είναι πάντως ελληνικό φαινόμενο. Αφορά στην ικανότητα της ευρωπαϊκής Κεντροαριστεράς να πείσει ότι μπορεί να κυβερνήσει χωρίς τις παιδικές της ασθένειες: τις ιδεοληψίες, τη μηδενιστική ρητορική και τις ασκήσεις επαναστατικής γυμναστικής. Δεν ισχυρίζομαι ότι η Αριστερά πρέπει να αρνηθεί τον ιδεολογικό της προσανατολισμό, υιοθετώντας το φιλελεύθερο αφήγημα στο όνομα της σταθερότητας και της ισχυρής οικονομίας. Το ζητούμενο είναι ακριβώς το αντίθετο: μια διαφορετικής φιλοσοφίας πρόταση, η οποία θα χαρακτηρίζεται όμως από πολιτικό πραγματισμό. Μετά από την οικονομική κρίση, τα επίχειρα της οποίας βιώνουμε ακόμα, ουδείς δικαιούται να υποδύεται τον ανυποψίαστο, ούτε οι πολιτικοί ούτε και οι πολίτες. Οι ανέξοδες υποσχέσεις έχουν κόστος και τον λογαριασμό τον πληρώνει στο τέλος ο λαός. Η πλήρης άρνηση, λοιπόν, όχι μόνο δεν ωφελεί κανένα, αλλά δεν εξαργυρώνεται και στην κάλπη. Κάποτε το χάιδεμα των αφτιών των ψηφοφόρων έφερνε ψήφους. Σήμερα φέρνει κυρίως καχυποψία, η οποία εκδηλώνεται με δύο τρόπους: την απαξίωση των κομμάτων και την αποχή από την εκλογική διαδικασία.
Η ήττα του ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να κτυπήσει το καμπανάκι σε όσους φλερτάρουν με αυτό το μοντέλο πολιτικής πρακτικής. Γιατί ένα πράγμα είναι σημαντικό να καταλάβουμε: ο λαός δεν γυρνάει την πλάτη, γενικώς και αορίστως, στην Αριστερά. Ο λαός γυρνάει την πλάτη στις ανεύθυνες πολιτικές, επειδή κουράστηκε από τα παχιά λόγια. Στο επίκεντρο των εκλογών βρίσκεται η κυβερνησιμότητα. Δηλαδή η οικονομία. Η ικανότητα διαχείρισης της πραγματικότητάς μας με ό,τι αυτό συνεπάγεται: ακρίβεια, δημοσιονομική σταθερότητα, ισότιμη κατανομή των βαρών. Το στοίχημα της Αριστεράς είναι να πείσει ότι μπορεί να κυβερνήσει στη βάση μιας προοδευτικής ατζέντας. Είτε πρόκειται για την Ελλάδα, είτε γι’ άλλη χώρα της Ευρώπης, το ζητούμενο εμπεριέχεται στο τρίπτυχο: σοβαρότητα – σταθερότητα – ελπίδα. Ο Αλέξης Τσίπρας απέτυχε παταγωδώς, γιατί ούτε σοβαρός ήταν (βλ. προεκλογική καμπάνια στα όρια του λαϊκισμού με κορώνες για τη «χούντα Μητσοτάκη»), ούτε συνεπής με τον παρελθόν του (βλ. τη στάση του στο θέμα Κασιδιάρη), ούτε επέτρεψε ν’ ανθίσει η ελπίδα (βλ. δηλώσεις Κατρούγκαλου παραμονές εκλογών, οι οποίες έστρεψαν τους μικρομεσαίους στη Ν.Δ.).
Ο λόγος που στεκόμαστε σε αυτά δεν είναι για να κάνουμε το ψυχογράφημα του Τσίπρα ή την ανατομία του ΣΥΡΙΖΑ. Οι ελληνικές εκλογές είναι χρήσιμες σαν τροφή για σκέψη. Όσοι πιστεύουν σε μια εναλλακτική πρόταση εξουσίας οφείλουν να μελετήσουν προσεκτικά και σε βάθος την εκλογική αποτυχία της ελληνικής Αριστεράς. Το εύκολο είναι να προσχωρήσει κανείς στη λογική της «συντηρητικοποίησης της κοινωνίας», φορτώνοντας εκεί τις αποτυχίες τής Κεντροαριστεράς. Το δύσκολο είναι η διατύπωση μιας πρότασης εξουσίας στη βάση ενός ολοκληρωμένου προγράμματος με αναπτυξιακά χαρακτηριστικά και κοινωνικό πρόσημο. Ή για να το πούμε απλά: μια ρεαλιστική πρόταση για την πραγματικότητα εκεί έξω που στο επίκεντρό της θα έχει τον άνθρωπο.