Του Σταύρου Χριστοδούλου
Υποθέτω θα μπορούσαμε να το αφήσουμε και αυτό να πέσει στα μαλακά. Όπως τόσα άλλα εξάλλου που σκάνε σαν πυροτεχνήματα κι έπειτα τα καταπίνει η μαύρη τρύπα των social media. Από τη στιγμή όμως που η θεωρία των δύο άκρων αποτελεί το επίσημο αφήγημα του μεγαλύτερου κόμματος, δεν έχουμε την πολυτέλεια να σφυρίζουμε αδιάφορα. Γιατί τα πράγματα είναι πλέον σοβαρά. Και η κατάσταση, μετά τα έκτροπα στη Χλώρακα και τη Λεμεσό, επικίνδυνη.
Η Αννίτα Δημητρίου δυστυχώς δεν είναι η πρώτη φορά που καταφεύγει σε αυτή τη θεωρία. Την επανέλαβε μάλιστα και πρόσφατα, όταν μίλησε για την προσπάθεια πολιτικής εκμετάλλευσης του μεταναστευτικού από τα δύο άκρα, τις ακροαριστερές ομάδες και την Ακροδεξιά. Ο αντιπρόεδρος του ΔΗΣΥ και τέως κυβερνητικός εκπρόσωπος υπήρξε βεβαίως πιο προωθημένος: «Αρκετά ανεχτήκαμε το παραμύθι περί ενσωμάτωσης. Η αστυνομία οφείλει να επέμβει αποφασιστικά. Οι κάτοικοι της Χλώρακας δικαίως νιώθουν πως ο κόμπος έφθασε στο χτένι» είχε δηλώσει ανερυθρίαστα. Δήλωση διόλου τυχαία καθώς προχθές ο Μάριος Πελεκάνος επανήλθε με νέο τουίτ: «Η εργαλειοποίηση του μεταναστευτικού από την Τουρκία με στόχο την πληθυσμιακή αλλοίωση στις ελεύθερες περιοχές, καθιστούν αυτό ως εθνικό θέμα».
Αυτά για όσους θέλουν να καταλάβουν. Γιατί είναι και άλλοι που δεν θέλουν, αναπαράγοντας τη θεωρία των δύο άκρων και δίνοντας έτσι άλλοθι στη βιαιότητα, στους τραμπουκισμούς και τις φασιστικές μεθόδους της Ακροδεξιάς. Ας προσπαθήσουμε όμως, ψύχραιμα και χωρίς τοξικούς χαρακτηρισμούς, να καταλάβουμε ποια επιτέλους είναι τα δύο άκρα. Από τη μια πλευρά, στα δεξιά, έχουμε αυτούς που χρησιμοποιούν τη βία για να επιβάλουν τις ακραίες απόψεις τους. Ρατσιστές, ομοφοβικούς και φασίστες. Πρόσωπα που κρύβονται πίσω από κουκούλες. Γνωρίζουμε ότι δεν είναι ούτε χούλιγκαν, όπως θέλουν να τους παρουσιάσουν κάποιοι, ούτε μια αγέλη αδέσποτων. Είναι οργανωμένες ομάδες με συγκεκριμένα ιδεολογικά και πολιτικά χαρακτηριστικά. Άνθρωποι που τρέφονται από τη ρητορική μίσους. Στην Ελλάδα οι μέντορές τους κατέληξαν στη φυλακή. Στην Κύπρο οι ομοϊδεάτες τους κρύβονται πίσω από τη λεγόμενη «κανονικότητα». Όποιος δεν το καταλαβαίνει καταλήγει, έστω και ακούσια, συνένοχος στο ξέπλυμά τους.
Απ’ την άλλη πλευρά, στα αριστερά, έχουμε πρόσωπα και ομάδες που διακηρύσσουν τις θέσεις τους έντονα, πλην όμως ειρηνικά. Επαναλαμβάνω: ειρηνικά. Μπορεί κάποιος να διαφωνεί μαζί τους και είναι δικαίωμά του. Στο κάτω κάτω δεν χρειάζεται να συμφωνούμε όλοι. Ζούμε σε έναν πολυφωνικό κόσμο και το δικαίωμα στη διαφορετική άποψη –και τη διαφορετικότητα εν γένει– είναι ίδιον της δημοκρατίας. Να θυμίσω σε όσους ενδεχομένως διαθέτουν ασθενή μνήμη ότι κάποιες μειοψηφίες σαν κι αυτές, βρέθηκαν στο στόχαστρο της κυρίαρχης άποψης επανειλημμένα στο παρελθόν. Είτε επρόκειτο για τις απόψεις τους στο Κυπριακό (όταν κάποιοι άλλοι μοίραζαν πιστοποιητικά πατριωτισμού) είτε όταν επρόκειτο για τις θέσεις τους για την Εκκλησία ή τη σεξουαλικότητα. Διαβάζω την άποψη ότι στην αριστερή όχθη υπάρχουν οπαδοί του ολοκληρωτικού καθεστώτος του Πούτιν ή ακόμα χειρότερα νοσταλγοί του Στάλιν με ό,τι αυτό συνεπάγεται: ανελευθερία, διωγμούς ακόμα και εγκλήματα. Αν αυτοί οι τύποι, με τα μουχλιασμένα μυαλά, προσπαθούσαν να επιβάλουν την άποψή τους με βία, τότε θα είχε περιεχόμενο ίσως και η θεωρία των άκρων. Εδώ όμως μιλάμε για απόψεις. Απαράδεχτες; Μπορεί. Αλλά πάντως, απόψεις.
Πώς μπορεί να εξισώνει κανείς τις όποιες απόψεις (και τις πλέον ακραίες) με αυτούς που σπάνε κεφάλια και προάγουν το μίσος; Με ποια δικαιολογία μπαίνουν στην ίδια ζυγαριά οι δειλοί τραμπούκοι, που κρύβουν τα πρόσωπά τους πίσω από τις κουκούλες με τους χιλιάδες δημοκρατικούς πολίτες που διαδήλωσαν πρόσφατα στη Λευκωσία ενάντια στον νεο-φασισμό; Η εξισορρόπηση εν ονόματι της μετριοπάθειας είναι το πλυντήριο της Ακροδεξιάς. Και η θεωρία των δύο άκρων, ένα ανιστόρητο αφήγημα, που επιτρέπει την «κανονικοποίηση» του ομογάλακτου κόμματος των Ελλήνων νεοναζί.
Θα το επαναλαμβάνω με κάθε ευκαιρία κι ας γίνομαι μονότονος: ο καθένας σε αυτή τη ζωή επιλέγει «όχθη» και είναι υπεύθυνος για την επιλογή του. Όταν πρόκειται για τους φασίστες που βαράνε στο ψαχνό, δεν έχουν θέση τα ναι μεν αλλά.