Του Παναγιώτη Χριστιά
Στην επιστολή αποχώρησής του προς τον αμερικανικό λαό (Farewell Αddress to the people of America), η οποία αποτελεί την πολιτική του διαθήκη, ο Τζορτζ Ουάσιγκτον προσκαλεί τους Αμερικανούς να μην έχουν καμία ιδιαίτερη σχέση με συγκεκριμένα έθνη, αλλά να συνάπτουν εμπορικές συμφωνίες επωφελείς και δίκαιες με όλα τα ξένα έθνη, χωρίς να ωφεληθούν ή να ωφελήσουν κανένα εις βάρος τρίτων.
Ιδιαίτερα σε σχέση με τα ευρωπαϊκά πράγματα και τους πολέμους που μάστιζαν την Ευρώπη εξαιτίας της Γαλλικής Επανάστασης, ο στρατηγός συνέστησε την πιο αυστηρή ουδετερότητα. Παρότι οι Γάλλοι ήταν στρατηγικοί και ιδεολογικοί σύμμαχοι του νεοσύστατου έθνους και παρόλη την εχθρότητα των Άγγλων, ο Ουάσιγκτον δεν θεώρησε προς το συμφέρον του άπειρου και ασχημάτιστου ακόμη έθνους να εμπλακεί σε έναν πόλεμο μακριά από τα σύνορά του. Πολύ περισσότερο, θεωρούσε ότι, αν της το επέτρεπαν, η γερασμένη και διεφθαρμένη Ευρώπη θα άφηνε βαριά τη σκιά της στο μέλλον ενός ακόμη αδοκίμαστου και άδολου έθνους. Πιο πολύ όμως, αυτό που απασχολούσε τον Ουάσιγκτον, ήταν η εσωτερική ενότητα, η πολιτική φιλία ανάμεσα στα τέσσερα σημεία της αμερικανικής επικράτειας. Βορράς και Νότος, Ανατολή και Δύση έπρεπε να έχουν τους ίδιους νόμους και τα ίδια συμφέροντα: «Ενώ λοιπόν κάθε μέρος της χώρας μας αισθάνεται έτσι, ένα άμεσο και ιδιαίτερο συμφέρον στην Ένωση, όλα τα μέρη μαζί δεν μπορούν παρά να βρουν στην ενωμένη μάζα μέσων και προσπαθειών μεγαλύτερη δύναμη, μεγαλύτερους πόρους, αναλογικά μεγαλύτερη ασφάλεια από εξωτερικούς κινδύνους, μια λιγότερο συχνή διακοπή της ειρήνης τους από ξένα έθνη. Επιπλέον, πράγμα ανεκτίμητης αξίας, η Ένωση τούς απαλλάσσει από εσωτερικές διαμάχες και πολέμους που τόσο συχνά πλήττουν γειτονικές χώρες που δεν συνδέονται μεταξύ τους με την ίδια κυβέρνηση.
Από μόνες τους, οι ξένες αντιπαλότητες, οι συμμαχίες με αντιμαχόμενες ξένες δυνάμεις, οι προσκολλήσεις και οι ίντριγκες που θα υποκινούσαν, θα αρκούσαν για να προκαλέσουν εσωτερική διχόνοια. Ως εκ τούτου, θα αποφύγουν την αναγκαιότητα εκείνων των υπερτροφικών στρατιωτικών εγκαταστάσεων, οι οποίες υπό οποιαδήποτε μορφή διακυβέρνησης είναι δυσμενείς για την ελευθερία και οι οποίες πρέπει να θεωρούνται ιδιαίτερα εχθρικές για τη δημοκρατική ελευθερία. Υπό αυτή την έννοια, η Ένωσή σας θα πρέπει να θεωρείται ως κύριο στήριγμα της ελευθερίας σας και η αγάπη για το ένα θα πρέπει να σας συμπαρασύρει στη διατήρηση του άλλου».
Ωστόσο, οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι και αργότερα ο ψυχρός πόλεμος έφεραν πολύ κοντά Ευρώπη και Αμερική, ιδεολογικά, πολιτικά και στρατηγικά, μετατρέποντας τον Ατλαντικό σε δυτική λίμνη. Η Αμερική πήρε τα ηνία από τη Γηραιά Ήπειρο ως ηγετική δύναμη που ευαγγελίζεται την ελευθερία, τη δημοκρατία, και τον φιλελεύθερο πλουραλισμό. Αντί να απομονωθεί και να δρέψει τους καρπούς τής εσωτερικής της ομόνοιας και ειρήνης, σύρθηκε σε έναν πόλεμο εξοπλισμών, σε συμμαχίες με σκοπό την παγκόσμια κυριαρχία και σε πολιτικές ίντριγκες σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη. Σε τέτοιο βαθμό αναπτύχθηκε η αμερικανική στρατιωτική ισχύς, που κατέστησε τους συμμάχους της ανίκανους να αμυνθούν από μόνοι τους, θέτοντάς τους σε μια κατάσταση οιονεί στρατιωτικής κηδεμονίας. Αμερικανικές «ειρηνευτικές» αποστολές έχουν σταλεί σε όλα τα μέτωπα στις πέντε ηπείρους, ενώ ο αμερικανικός στόλος είναι από μόνος του εγγυητής της ανεμπόδιστης θαλάσσιας κυκλοφορίας του παγκόσμιου εμπορίου. Συνέβη δηλαδή αυτό που φοβόταν περισσότερο και προσπάθησε να αποσοβήσει με την πολιτική του διαθήκη ο πρώτος πρόεδρος των ΗΠΑ. Ο Ουάσιγκτον δεν φοβόταν μόνο μήπως οι εξωτερικές ίντριγκες ανατροφοδοτήσουν εσωτερικές πληγές, όπως γίνεται σήμερα με την αντιπαλότητα Ισραήλ-Παλαιστινίων. Φοβόταν επίσης το ενδεχόμενο μιας διόγκωσης του οπλοστασίου και της διαρκούς προσπάθειας για υπεροπλία, η οποία, σύμφωνα με τον ίδιο, απειλούσε το δημοκρατικό πολίτευμα της Ένωσης. Οι ανησυχίες του στρατηγού του Πολέμου της Ανεξαρτησίας δεν έχουν πάψει ποτέ να απασχολούν τον Αμερικανό πολίτη.
Η προεκλογική εκστρατεία στις ΗΠΑ, η αντιπαλότητα με τους Δημοκρατικούς και η αντίστοιχη αρθρογραφία στην Ευρώπη φαίνεται να αφορούν αποκλειστικά τις υποτιθέμενες κρυφές προθέσεις της υποψηφιότητας Τραμπ. Σε πρώτη γραμμή τίθενται η προστασία των ατομικών δικαιωμάτων, η ελευθερία της άμβλωσης και τα μειονοτικά ζητήματα. Ωστόσο, το πρόγραμμα Τραμπ έχει κάτι πολύ σημαντικό να παρουσιάσει, κάτι που θα ήταν λάθος να παραγνωριστεί. Οι προεκλογικές τρομπέτες του αμφιλεγόμενου πολιτικού φαίνεται να κινούνται προς την κατεύθυνση της πολιτικής απομόνωσης της Αμερικής, κάτι που η πλειονότητα των Αμερικανών σήμερα δεν βλέπει με κακό μάτι.
Ένα πρόγραμμα πιστό στην παρακαταθήκη του Ουάσιγκτον, ήταν άλλωστε αυτό που είχε υποσχεθεί ο πρώην πρόεδρος Ομπάμα, ο οποίος και διατεινόταν ότι η Ευρώπη δεν θα έπρεπε να έχει προνομιακή σχέση με τις ΗΠΑ εις βάρος του υπόλοιπου πλανήτη. Παρόμοια λογική είχε και η απομάκρυνση των αμερικανικών δυνάμεων από το Αφγανιστάν επί προεδρίας Μπάιντεν. Ανεξάρτητα από την αναμενόμενη πλέον απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ για το αν ο τέως πρόεδρος μπορεί ή όχι να διωχθεί για τον ρόλο του στην εισβολή στο Καπιτώλιο, οι αναφορές στον χαρακτήρα, το ύφος της πολιτικής και τα ατομικά δικαιώματα δεν θα αρκέσουν από μόνες τους για να αποτρέψουν τη δεύτερη εκλογή Τραμπ. Η υπερδιόγκωση του εξωτερικού χρέους των ΗΠΑ, η εντεινόμενη στρατιωτικοποίηση της εξωτερικής πολιτικής και η νέα κούρσα εξοπλισμών με την Κίνα, δεν είναι κάτι το οποίο μπορεί να αγνοήσει ο Αμερικανός ψηφοφόρος. Και η τάση του αυτή τη στιγμή είναι να αγνοεί ολόκληρο τον κόσμο, αφιερώνοντας όλους τους πόρους του αποκλειστικά στη δική του ευημερία.
Ο κ. Παναγιώτης Χριστιάς είναι αν. καθηγητής Πολιτικής και Κοινωνικής Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Κύπρου.