Του Παναγιώτη Χριστιά
Διαβάζοντας τα διηγήματα του φιλόσοφου και λογοτέχνη Κυριάκου Δημητρίου, δημιουργείται έντονη η βεβαιότητα μιας ουσιώδους διαφοράς ανάμεσα στη φιλοσοφία και τη λογοτεχνία. Οι φιλόσοφοι ανέκαθεν αναζητούσαν τον άνθρωπο, ενώ οι συγγραφείς αναζητούν εναγωνίως τον χαμένο άνθρωπο. Και ο πιο χαμένος από όλους τους ανθρώπους είναι ο ίδιος ο φιλόσοφος. Ο λογοτέχνης μετατρέπεται σε ντετέκτιβ της περιπλανώμενης ψυχής σπουδαίων στοχαστών. Φαντασία, πλάνη και περιπλάνηση ανάμεσα στην αλήθεια και στο ψέμα, στο λογικό και στο παράλογο, στο όνειρο και την πραγματικότητα. Διότι εκεί βρίσκεται ο τόπος του εγκλήματος, ένας τόπος, άχωρος και άχρονος. Ο συγγραφέας-ντετέκτιβ επιδίδεται εξ ολοκλήρου στη διερεύνηση των ζωών των πρωταγωνιστών του. Σε εγρήγορση οι φιλόσοφοι ονειρεύονται ιδανικές πολιτείες, ιδανικές ηθικές αρχές, το ωραίο και το αληθινό. Στον ύπνο τους, όπως ο Ντεκάρτ, ανακαλύπτουν τη φιλοσοφική μέθοδο που πρέπει να ακολουθήσουν. Το όνειρο του λόγου διαπλέκεται έτσι με τον λόγο του ονείρου.
Ο θάνατος είναι πανταχού παρών σε αυτούς τους τόπους των εγκλημάτων: Νεκροζώντανοι σε κωματώδη κατάσταση, πτώματα σε αναζήτηση ετοιμοθάνατων, νεκροί που επισκέπτονται ζωντανούς και μπαίνουν σε διάλογο μαζί τους αλλά και ζωντανοί που συναντούν σκιές και αποτυπώματα της παρουσίας των εκλιπόντων σε κάθε γωνιά της διαδρομής τους. Mors ultima ratio: ο θάνατος έχει πάντα τον τελευταίο λόγο. Η μνήμη είναι ένας τόπος θανάτου. Τα μνημεία (lieux de mémoire) είναι κενοτάφια, όχι επειδή το νεκρό σώμα των κατοίκων τους έχει χαθεί. Τα μνημεία μας είναι κενά, διότι οι νεκροί μας βρίσκονται ανάμεσά μας, σαν τα φαντάσματα που στοιχειώνουν τις ζωές μας και τους μαιάνδρους της λογοτεχνικής σκέψης. Το λογοτεχνικό όνειρο του Δημητρίου είναι η σκέψη των νεκρών, η πνευματική τους σιωπηρή λογόρροια. Ο λόγος τους δεν βρίσκεται στις καταγεγραμμένες εκδόσεις των έργων τους. Βρίσκεται στα λόγια και τις διηγήσεις των επιζώντων, οι οποίοι από στόμα σε στόμα καταθέτουν τη δική τους εμπειρία απίστευτων, αλλά παρόλα αυτά ανθρώπινων γεγονότων. Τόσο ανθρώπινων που δύσκολα μπορεί κανείς να τα διαψεύσει. Οι ίδιοι οι μάρτυρες είναι κομμάτι των φανταστικών τους μαρτυριών. Στη διήγηση του συγγραφέα-φιλοσόφου, μοιάζει ολόκληρη η καταγεγραμμένη φιλοσοφική παράδοση να κρέμεται από στόματα ανώνυμων και σκοτεινών μαρτύρων. Ξεπηδούν από τη σκιά και τη σιωπή, ρίχνουν το φως τους σαν αστραπή και μετά χάνονται στην ανυπαρξία.
Το φαντασιακό είναι ο κόσμος στον οποίο ζούμε και στον οποίο ανθίζει ο λόγος και η σκέψη η φιλοσοφική. Το ίδιο το φαντασιακό φωτίζεται από το φάσμα του θανάτου. Το σύμπαν του Δημητρίου είναι μακάβριο, εφιαλτικό, ανυπόφορο, όπως εκείνο του Έντγκαρ Άλλαν Πόε. Το όνειρο έχει συχνά τη μορφή εφιάλτη, ενός εφιάλτη που συνήθως είναι πιο πραγματικός από την ίδια την πραγματικότητα και μιλάει πιο αληθινά και από την πιο σκληρή αλήθεια που δύσκολα θα τολμούσαμε να ομολογήσουμε στον εαυτό μας. Τα φανταστικά πρόσωπα, οι αθέατοι μάρτυρες του φιλοσοφικού δράματος είναι τα ίδια πράξεις ανίχνευσης του εγκλήματος της σκέψης. Η ερώτηση «τι είναι ο άνθρωπος» είναι μεταφυσική. Στα αφηγήματα του Δημητρίου, η ερώτηση αυτή τίθεται μόνο σε σχέση με την παρουσία ή την απουσία του Θεού. Ο Θεός όμως είναι παρών μόνο στα λόγια, στις διηγήσεις και μόνο κατά τη διάρκεια της συνομιλίας με τη σιωπή. Είναι μέρος των περιπλανήσεων, των σφαλμάτων και των περιπετειών των πρωταγωνιστών.
Τα πρόσωπα που εμφανίζονται στα διηγήματα του Δημητρίου είναι διανοούμενοι, συγγραφείς και επιστήμονες. Υπηρετούν το πνεύμα και τις ιδέες, αλλά παρόλα αυτά η σχέση τους με αυτές είναι απτή, σαρκική, βιολογική. Το ενδιαφέρον δεν βρίσκεται στη θεωρητική ιδέα αλλά στο ρίζωμά της στη βιόσφαιρα του προσώπου που την ενσαρκώνει. Γι’ αυτό και στο λογοτεχνικό σύμπαν του Δημητρίου δεν υπάρχει σωτηρία. Δεν υπάρχει υπέρβαση, δεν υπάρχουν Ηλύσια Πεδία. Υπάρχει μόνο αυτός εδώ ο κόσμος που κατοικείται από ζωντανούς και νεκρούς. Αυτοί συγκροτούν τη ζωντανή μνήμη. Η συγκατοίκησή τους είναι η πηγή ενός διαρκώς ανανεούμενου λόγου, μπερδεμένου στις περιπλανήσεις και τις βιωματικές τους προκλήσεις. Η υλική παραγωγή των ιδεών είναι προϊόν αυτής της μυστικής συγκατοίκησης, η οποία στο τέλος συγχωνεύει νεκρούς και ζωντανούς. Στο μεταίχμιο των δύο βρίσκεται ο αφηγητής και οι παράξενοι πληροφοριοδότες του. Όπως ακριβώς και στους διαλόγους του Πλάτωνα, η ιστορία είναι ειπωμένη από δεύτερο, τρίτο, ή και τέταρτο χέρι. Κάποιος, κάπου, κάποτε την άκουσε, τη διηγήθηκε και μετά κάποιος άλλος τη μετέδωσε μέχρι να φτάσει ως τον τωρινό αφηγητή της. Ίχνος χαμένο στις περιπλανήσεις εμμονικών ανθρώπων.
Παραφράζοντας την πασίγνωστη ρήση, η ζωή είναι ένα όνειρο που ονειρεύεται ένα άλλο όνειρο ή ένας εφιάλτης που κρύβει έναν άλλο εφιάλτη. Η ανάγνωση των διηγημάτων του Δημητρίου είναι μια εξοικείωση όχι με τον κόσμο των ιδεών ή της σκέψης, αλλά με τη ζωή όπως μόνο η σκέψη μπορεί να τη βιώσει, έντονα, στο έπακρο. Η σκέψη είναι το πιο δυνατό κρασί, αυτή δημιουργεί τα πιο μεθυστικά αρώματα. Μια σκέψη δεμένη στο όνειρο, υπερλογική, πέραν του αληθούς και του ψευδούς και της ψεύτικης διάκρισης ανάμεσα σε ζωή και θάνατο. Ο διάλογος που καλούμαστε να ανοίξουμε με τον συγγραφέα διαβάζοντας το έργο του οδηγεί τον στοχασμό σε διαφορετικά μονοπάτια από τις συνήθεις ακαδημαϊκές διαδρομές. Η ίδια η Ακαδημία είναι ένας νεκρός χώρος όπου παραδίδονται στη λήθη χειρόγραφα πληρωμένα με το αίμα των δημιουργών τους.
Ο κ. Παναγιώτης Χριστιάς είναι αν. καθηγητής πολιτικής και κοινωνικής φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Κύπρου.