Του Παναγιώτη Χριστιά
Ο Ludwig Binswanger υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους ψυχαναλυτές, εισηγητής της «υπαρξιακής αναλυτικής σκέψης (Daseinanalyse)» (πρβλ. «Όνειρο και ύπαρξη», εκδ. Επέκεινα, Τρίκαλα, 2024). Παίρνοντας ως αφετηρία τη διδασκαλία του Freud, ο Binswanger ενσωμάτωσε σε αυτή τα βασικά μοτίβα της φαινομενολογίας του Husserl και του Heidegger. Μολονότι υιοθέτησε τον όρο Dasein (ανθρώπινη ύπαρξη) και τους όρους της αναλυτικής σκέψης του Martin Heidegger, του άσκησε δριμεία κριτική, κατηγορώντας τον αρκετά νωρίς ότι εγκλωβίζει την ανθρώπινη ύπαρξη στα στενά όρια μιας υποτιθέμενης αυθεντικότητας του εγώ.
Εκεί που ο Heidegger έβλεπε στον άλλο, στον συνάνθρωπο, έναν κίνδυνο για την αυθεντικότητα του εγώ, ο Binswanger είδε τη μοναδική δυνατότητα λύτρωσης του ατόμου, την αυθεντική σχέση με τον εαυτό μας που περνάει μέσα από την αγάπη του άλλου. Τόσο το να αγαπάς όσο και το να δέχεσαι την έμπρακτη αγάπη του άλλου αποτελούν για τον Ελβετό ψυχαναλυτή την ουσιαστική διέξοδο από τον εγωκεντρισμό και τη βασιλική οδό προς τη θέση και την επίτευξη στόχων εντός της αντικειμενικής πραγματικότητας. Η διαφορά ανάμεσα σε έναν σολιψιστικό κόσμο και την κοινωνική πραγματικότητα έγκειται στο γεγονός ότι στη δεύτερη το άτομο είναι αναγκασμένο να συμπορευθεί με άλλα άτομα, να συγκρουστεί με άλλες επιθυμίες, να συμπράξει με άλλους κοινωνικούς εταίρους για να επιτύχει τους σκοπούς του. Σε αντίθεση με την ονειρική κατάσταση όπου η υποκειμενική επιθυμία είναι απόλυτος κυρίαρχος του παιχνιδιού και υλοποιείται ή δεν υλοποιείται ανάλογα με τη θυμική διάθεση του υποκειμένου, η πραγματικότητα είναι ένα παιχνίδι ομαδικό. Όπως χαρακτηριστικά γράφει στην εισαγωγή του ο Γιώργος Μιχαηλίδης, «[τ]ο όνειρο και η ονειρική εμπειρία συμβολίζουν κάθε φορά μια πρωταρχική οντολογική επιθυμία του εκάστοτε ανθρώπου για άνοδο ή για κάθοδο, για ζωή ή για θάνατο» (ό.π., Εισαγωγή, 14).
Αντίθετα όμως από την εποχή του Heidegger και του Binswanger, η εποχή μας έχει δημιουργήσει μια τρίτη, ενδιάμεση πραγματικότητα. Ανάμεσα λοιπόν στην σολιψιστική ονειρική πραγματικότητα και την αντικειμενική ομαδική πραγματικότητα, κινούμαστε σήμερα σε μια τρίτη ομαδική και οιονεί ονειρική πραγματικότητα, την εικονική. Η εικονική πραγματικότητα μπορεί να πάρει πολλές μορφές. Η πιο ενδιαφέρουσα για την ανάλυση του εγώ είναι αυτή που επιτρέπει τα ομαδικά ηλεκτρονικά παιχνίδια, τη δυνατότητα πρόσβασης σε έναν ονειρικό κόσμο όπου διαφορετικές ανεξάρτητες και αντικειμενικές θελήσεις στοχοθετούν και συνεργάζονται ή συγκρούονται για την επίτευξη των στόχων τους, ατομικών ή ομαδικών. Ποια είναι άραγε η διαφορά ανάμεσα στον «πόλεμο» που παίζανε τα παιδιά στις πλατείες και τις αλάνες των χωριών και των πόλεων κατά τις δεκαετίες του 1950 και του 1960 και το Fortnite, μία από τις πάμπολλες ηλεκτρονικές πλατφόρμες με πολεμικά παιχνίδια, όπου εκατομμύρια παιδιά και έφηβοι συνδέονται από την πολυθρόνα του δωματίου τους; Πολλοί είναι εκείνοι που θα κρούσουν τον κώδωνα του κινδύνου για υπερβολική έκθεση στο Διαδίκτυο, για την αποξένωση και την αλλοτρίωση των παιδιών, για την αναυθεντικότητα των διαδικτυακών παιχνιδιών και την ουσιαστική ανυπαρξία των κοινωνικών σχέσεων εντός τους. Παρόλα αυτά, στις διαδικτυακές αυτές πλατφόρμες αναπτύσσονται στο έπακρο οι βασικές κοινωνικές πραγματικότητες της φιλίας και την εχθρότητας. Η κοινωνία ξεκινάει όταν δύο συνασπίζονται εναντίον ενός τρίτου, έλεγε χαρακτηριστικά ο Παναγιώτης Κονδύλης.
Η εικονική πραγματικότητα όμως, όπως και οι εικονικές συνευρέσεις, κατά τις οποίες συγκροτούνται πραγματικές ανθρώπινες κοινότητες, συνδυάζει και κάτι από μια ονειρική διάσταση στον βαθμό που ο κάθε συμμετέχων, ο κάθε παίκτης, λειτουργεί, πράττει και σκέπτεται διά μέσου ενός avatar, το οποίο είναι καθαρό προϊόν της ατομικής του θέλησης. Στα σύμπαντα των διαδικτυακών παιχνιδιών μπορεί κανείς να συμπεριφερθεί ονειρικά, να πετάει σαν πουλί, να κολυμπάει σαν ψάρι, να δρα και να λειτουργεί με όρους εναλλακτικούς του φυσικού σύμπαντος. Συνεπώς πρέπει εδώ να διαχωρίσουμε ανάμεσα στη διαπροσωπική πραγματικότητα, η οποία δεν αλλάζει ριζικά από το παιχνίδι στην αλάνα στο ομαδικό video game, και τη διεπαφή των προσωπικοτήτων με τη φυσική πραγματικότητα, η οποία διαφοροποιείται ουσιαστικά. Στις διαδικτυακές πλατφόρμες, απελευθερωμένες από τις αντικειμενικές δεσμεύσεις και περιορισμούς του φυσικού μας κόσμου, οι διαπροσωπικές σχέσεις απελευθερώνονται. Χειραφετούνται καταρχάς από οποιονδήποτε χωροχρονικό περιορισμό. Η διαδικτυακή ομάδα μπορεί να μεταφέρεται σε οποιαδήποτε ιστορική εποχή, σε οποιονδήποτε αστικό ή αγροτικό κοινωνικό χώρο, να καταστρέφει και να δημιουργεί ανεξέλεγκτα, χωρίς κυρώσεις και χωρίς ευθύνη, κάτι που μόνο το όνειρο επιτρέπει και μάλιστα επιβάλλει. Εδώ δεν υφίσταται κίνδυνος σύγχυσης του εικονικού με τον πραγματικό κόσμο. Ο πραγματικός υφιστάμενος κίνδυνος είναι η σύγχυση του ψυχικού κόσμου στον εναλλακτικό κόσμο με τον ψυχικό κόσμο στο φυσικό περιβάλλον. Η ανθρώπινη ύπαρξη (Dasein), όπως μας διδάσκει και ο Binswanger, είναι η σύνδεση του ατομικού ψυχισμού με το φυσικό περιβάλλον ή, με άλλα λόγια, με τον ανθρώπινο συλλογικό πνευματικό κόσμο εντός της αντικειμενικής φυσικής πραγματικότητας (Umwelt). Αυτό που πρωταρχικά αλλάζει, αυτό που διαφοροποιείται ριζικά, είναι η ένταση της «πρωταρχική[ς] οντολογική[ς] επιθυμία[ς] του εκάστοτε ανθρώπου για άνοδο ή για κάθοδο, για ζωή ή για θάνατο». Αυτό σημαίνει βασικά την εντατικοποίηση των ψυχικών σχέσεων και των βιωματικών ψυχικών εμπειριών, καθώς ο ψυχισμός είναι, όπως και στο όνειρο, ελεύθερος από οποιαδήποτε περιοριστική δικλίδα. Μάλιστα, η αλληλόδραση στην εικονική πραγματικότητα έχει κάτι που προσομοιάζει σε ένα συλλογικό όνειρο ή μια συλλογική φαντασίωση, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ανάπτυξη του ατομικού ψυχισμού. Πόσο άραγε απέχει η συλλογική έκρηξη του εγώ από τη σωκρατική ή τη φουκωική «επιμέλεια εαυτού»;
Ο κ. Παναγιώτης Χριστιάς είναι αν. καθηγητής Πολιτικής και Κοινωνικής Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Κύπρου.