Του Παναγιώτη Χριστιά
Η έκκληση για ενίσχυση των ανεξάρτητων αρχών γίνεται όλο και πιο επιτακτική μετά τα αποτελέσματα των γαλλικών εκλογών, που έφεραν τον ακροδεξιό σχηματισμό των Le Pen - Bardella προ των θυρών της εξουσίας. Είναι εξάλλου γνωστό ότι στο διάστημα που μεσολάβησε από την προκήρυξη έως τη διεξαγωγή των βουλευτικών εκλογών, ο πρόεδρος Μακρόν τοποθετούσε ανθρώπους τού δημοκρατικού τόξου σε νευραλγικά πόστα, όσο βέβαια του το επέτρεπαν τα όρια της διακριτικής του εξουσίας. Τόσο η ιδέα της προστασίας του κράτους από επικίνδυνες κυβερνήσεις, όσο και η προστασία της κοινωνίας από επικίνδυνους πολιτικούς ή από τον ίδιο της τον εαυτό, μπορεί να φαίνονται θελκτικές, ωστόσο ενέχουν μεγάλους κινδύνους. Μάλιστα, ενώ η ιδέα των ανεξάρτητων αρχών είχε στηλιτευτεί από τους αριστερούς κομματικούς χώρους ως «νεοφιλελεύθερη», τώρα ο αριστερός χώρος πρωτοστατεί στην υπεράσπιση και προώθησή της.
Δύο είναι τα σημαντικότερα επιχειρήματα για την θέσπιση ανεξάρτητων αρχών. Το πρώτο θα μπορούσαμε να το αποκαλέσουμε «γνωσιολογικό», υπό την έννοια ότι δεν μπορεί δημοκρατικά μια κοινωνία να αποφασίζει για θέματα τα οποία άπτονται ειδικής εμπειρικής γνώσης και τεκμηρίωσης. Τέτοιος ανεξάρτητος θεσμός είναι οι κεντρικές τράπεζες, οι οποίες, αν και ελέγχονται δημοκρατικά μέσω του διορισμού των μελών τους από την εκάστοτε κυβέρνηση, λειτουργούν αυτόνομα και ανεξάρτητα από την οικονομική ή δημοσιονομική πολιτική της κυβέρνησης. Το δεύτερο επιχείρημα υπέρ των ανεξάρτητων θεσμών θα μπορούσαμε να το αποκαλέσουμε «μειονοτικό»: όπως χαρακτηριστικά έγραφε ο Rousseau, δεν μπορούν τα δύο τρίτα μιας πολιτικής κοινωνίας να αποφασίσουν «δημοκρατικά» την εξόντωση του υπόλοιπου τρίτου. Ο δεύτερος αυτός τύπος θεσμών αφορά την προστασία των μειονοτήτων, των μειονοτικών και ατομικών δικαιωμάτων, όπου κάθε άτομο πλέον νοείται ως «μειονότητα». Κύριος εκπρόσωπος του δεύτερου αυτού τύπου ανεξάρτητων αρχών είναι τα συνταγματικά δικαστήρια, όπου υπάρχουν, ή τα ανώτατα δικαστήρια, όπου δεν υπάρχουν συνταγματικά.
Τόσο τα πλεονεκτήματα όσο και τα μειονεκτήματα των δύο τύπων ανεξάρτητων αρχών έχουν εντοπισθεί και συζητηθεί ευρέως. Τα πρώτα επιτρέπουν σε έναν μικρό αριθμό εμπειρογνωμόνων να αποφασίζουν για τα σημαντικότερα θέματα της συλλογικής ζωής. Τα δεύτερα απαγορεύουν σε οποιαδήποτε αρχή να αναμειχθεί στον ατομικό τρόπο ζωής και τις προσωπικές επιλογές της καθεμιάς και του καθενός. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι οι δύο τύποι αρχών δεν έρχονται σε σύγκρουση, όπως στην περίπτωση του εμβολιασμού κατά την περίοδο του COVID-19. Εκεί που οι ρυθμιστικές υγειονομικές αρχές επιβάλλουν τον εμβολιασμό για να καταπολεμηθεί η πανδημία, οι φιλελεύθερες αρχές αρνούνται την επιβολή του εμβολιασμού στο σύνολο χωρίς προσωπική συγκατάθεση, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ελευθερία επιλογής των ατόμων. Άλλα παραδείγματα είναι η χρήση ναρκωτικών ουσιών, το κάπνισμα στους δημόσιους χώρους, αλλά και η χρήση και κατάχρηση αλκοόλ. Τα συμπεράσματα που λογικά συνάγονται είναι ότι οδεύουμε σε μια κοινωνία όπου η πολιτική εκλείπει και όπου η βασική λειτουργία ενός απολιτικού κράτους θα είναι η εξισορρόπηση ανάμεσα στην εξυπηρέτηση των βιοπολιτικών αναγκών της κοινωνίας, κυρίως στους τομείς της οικονομίας και της υγείας, και στην προστασία των ατομικών επιλογών και τρόπων ζωής.
Αν και πολλές φορές έχει γίνει η σύγκριση με τη γραφειοκρατική κοινωνία σοβιετικού τύπου, όπως την κατέγραψε από πολύ νωρίς ο Burnham στην «Επανάσταση των διευθυντών» (“The managerial revolution”, 1941, μτφ. Τάκης Κονδύλης), δεν είναι βέβαιο ότι η νέα κοινωνία έχει τα ίδια χαρακτηριστικά. Καταρχάς, η νέα κοινωνία δεν είναι προσανατολισμένη στην παραγωγή πλούτου, αλλά πρωταρχικά στην προάσπιση των ατομικών δικαιωμάτων, όπου κάθε ατομική προτίμηση ή καπρίτσιο νοείται πλέον ως «δικαίωμα», η πρακτική του οποίου οφείλει να προστατεύεται από τις κρατικές αρχές. Η σταθερότητα του νομίσματος, για παράδειγμα, και η μάχη κατά του πληθωρισμού αφορούν το δικαίωμα των νοικοκυριών στην κατανάλωση. Στη συνέχεια, οι ανώτατες ανεξάρτητες αρχές έχουν τη μορφή επιτροπών σοφών, όχι εξειδικευμένου εργαστηριακού επιστημονικού προσωπικού. Αν ο Burnham μιλούσε για κοινωνία ή επανάσταση των διευθυντών, σήμερα μιλάμε για κοινωνία ή επανάσταση των «σοφών». Τέλος, η σημαντικότερη διαφορά ανάμεσα στην κοινωνία των διευθυντών και στην κοινωνία των σοφών είναι ότι, ενώ η πρώτη είναι απαισιόδοξη, η δεύτερη είναι αισιόδοξη. Αυτό σημαίνει ότι οι «σοφοί» δεν καταλήγουν στο σοφιστικό συμπέρασμα του Burnham ότι για να προστατεύσουμε την ανθρώπινη ελευθερία πρέπει να την αναστείλουμε.
Σε σύγκριση με την εποχή του Burnham, η σημερινή εποχή διακατέχεται περισσότερο από την ιδεολογία της ελευθερίας και λιγότερο από εκείνη της επιστήμης. Έχει δηλαδή ταχθεί υπέρ μιας εξ ορισμού ατελούς επιστήμης στην υπηρεσία του ανθρώπου και κατά μιας εφαρμογής της τέλειας επιστημονικής ουτοπίας στις ανθρώπινες κοινωνίες. Στην εισαγωγή τής έκδοσης του έργου του Burnham, ο Κονδύλης μιλούσε πολύ εύστοχα για «μια βαθύτερη διαίσθηση του ότι πολλές φορές η ορθή γνώση υπονομεύει τις ψυχολογικές πηγές της δράσης, ενώ αντίθετα η “ιδεολογία” τις αναζωογονεί». Η ενσωμάτωση των ανεξάρτητων αρχών θα είναι δημοκρατική μόνο εφόσον υπηρετεί τον ίδιο τον σκοπό της κοινωνίας και ενδυναμώνει την ικανότητά της να αυτοπροσδιορίζεται, δημιουργώντας διαρκώς νέες κοινωνικές πρακτικές και θεσπίζοντας κάθε φορά εκείνες εξ αυτών που θεωρεί βέλτιστες. Οι ανεξάρτητες αρχές νομιμοποιούνται μόνο στην περίπτωση που η κοινωνία εκφράζεται άμεσα μέσω αυτών –στην περίπτωση δηλαδή που οι αρχές αυτές αυξάνουν την αυτονομία της. Έτσι θα είναι σε θέση να αντισταθεί σε κάθε είδους αντιδημοκρατική πολιτική αρχή, αποτέλεσμα συγκυριακών φαινομένων και τάσεων, αντίθετων σε κάθε περίπτωση με την αυτοπραγμάτωσή της.
* Ο κ. Παναγιώτης Χριστιάς είναι αν. καθηγητής Πολιτικής και Κοινωνικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου.