Του Παναγιώτη Χριστιά
Τόσο οι χριστιανοί όσο και οι νεότεροι επικριτές τους τείνουν να διαχωρίζουν την αρχαία πολιτική και φιλοσοφική παράδοση από τη χριστιανική διδασκαλία και το χριστιανικό δόγμα. Για τους πρώτους, η διάκριση γίνεται για λόγους ευνόητους.
Η νέα θρησκεία θεωρεί τον εαυτό της κάτι το καινοφανές, κάτι το οποίο δεν έχει υπάρξει πριν από την ενσάρκωση του Χριστού, τη διδασκαλία, τα πάθη και την ανάστασή του. Το επίγειο ταξίδι του θεανθρώπου, το οποίο ολοκληρώνεται με την κάθοδο στον Άδη και την ανάληψη στους ουρανούς, εγκαινίασε μια νέα εποχή για την ανθρωπότητα. Επομένως, ούτε λόγος δεν πρέπει να γίνεται για τυχόν ομοιότητες με το κλίμα και το πνεύμα της εποχής, τη φιλοσοφία και τις δοξασίες των αρχαίων. Ακόμη και σήμερα, μετά από χιλιάδες μελέτες απόδειξης του αντιθέτου, ο κοινός νους διαχωρίζει τις ειδωλολατρικές δοξασίες από τη χριστιανική πίστη. Για τους νεότερους επικριτές του χριστιανικού δόγματος, φαινόμενα που περιγράφονται στην Καινή Διαθήκη, όπως αυτά της ανάστασης και ανάληψης του Ιησού, είναι απλά αποκυήματα μιας καλά κατασκευασμένης μυθοπλασίας. Απευθύνονται δε σε ανθρώπους άλλων εποχών, σκοταδιστικών, όπου ο λόγος δεν είχε εισέλθει στην καθημερινότητα των κοινωνιών. Οι επικρίσεις δεν σταματούν εκεί.
Οι κατηγορίες για σκοταδισμό δεν απευθύνονται στην εποχή του Ιησού, την pax romana μετά το τέλος των εμφυλίων πολέμων στη Ρώμη και την επικράτηση του Αυγούστου, αλλά στους ίδιους τους χριστιανούς. Σύμφωνα με τους νεότερους επικριτές, οι χριστιανοί υποβίβασαν την εποχή με τον σκοταδισμό τους και τον επέβαλαν στην τότε γνωστή οικουμένη, διώκοντας ανελέητα τα λαμπρά πνεύματα και την αρχαία πολιτική σκέψη και φιλοσοφία. Η αλήθεια όμως είναι εντελώς διαφορετική. Ο χριστιανισμός είναι πολύ απλά μια ακόμη ρωμαϊκή θρησκεία. Τόσο τα πρότυπα των θρησκευτικο-πολιτικών γεγονότων που σημάδεψαν τη χριστιανική εποχή όσο και οι εορτές της νέας θρησκείας, δεν σκανδάλισαν ποτέ ούτε τους αρχαίους Ρωμαίους ούτε βέβαια τους στωικούς φιλοσόφους τους. Ο λόγος είναι απλός: οι ίδιοι οι Ρωμαίοι ίδρυσαν την πολιτεία τους στη βάση παρόμοιων θρησκευτικο-πολιτικών γεγονότων, όπως η θεοποίηση και ανάληψη του ιδρυτή της Ρώμης, Ρωμύλου.
Γιατί όμως οι άνθρωποι μιας πεφωτισμένης εποχής να δίνουν πίστη σε εξωπραγματικά γεγονότα και μεταφυσικές διηγήσεις; Την απάντηση τη δίνει ο Κικέρων, στην αφήγησή του της ιστορίας της ρωμαϊκής πολιτείας: «Όμως στην πραγματικότητα η ευφυΐα και η αρετή του Ρωμύλου ήταν τόσο μεγάλες, που οι άνθρωποι πίστεψαν την ιστορία που διηγήθηκε γι’ αυτόν ο Proculus Iulius, ένας αγρότης, κάτι που για πολλές γενιές οι άνθρωποι δεν πίστευαν για κανέναν άλλο θνητό. Ο Proculus λέγεται ότι μίλησε σε μια δημόσια συνέλευση μετά από προτροπή των Πατέρων, οι οποίοι ήθελαν να διαλύσουν την υποψία ότι αυτοί προκάλεσαν τον θάνατο του Ρωμύλου. Είπε ότι είχε δει τον Ρωμύλο στον λόφο που σήμερα ονομάζεται Quirinale και ότι ο Ρωμύλος τού είχε πει να ζητήσει από τους ανθρώπους να του φτιάξουν ένα ιερό στον λόφο αυτό, και ότι ήταν θεός και ονομαζόταν Quirinus» (Κικέρων, De Re Publica 2, 20). Είναι σημαντικό ότι ο Ρωμαίος φιλόσοφος και πολιτικός όχι μόνο δεν διαχωρίζει την ευφυΐα και την αρετή από την πίστη σε μεταφυσικά φαινόμενα, αλλά αντίθετα προκρίνει τη σύνδεσή τους. Είναι στη φύση της αρετής και της ευφυΐας να «θεοποιούνται», να κρίνονται δηλαδή ανώτερα αν όχι ξένα στα ανθρώπινα. Τόσο η αρετή που δύσκολα κατακτιέται όσο και η έμφυτη και σπάνια χάρη της ευφυΐας, δυσεύρετες ιδιότητες στους «κοινούς» ανθρώπους, φαντάζουν σαν να εισέρχονται στιγμιαία στον κόσμο μας και μετά να επιστρέφουν πίσω στον τόπο καταγωγής τους, αφήνοντας όμως ανεξίτηλο το σημάδι της μετάβασής τους στα πολιτικά μας πράγματα.
Τόση είναι η δύναμη της σύνδεσης αυτής, της θείας και υπερανθρώπινης δηλαδή φύσης της ευφυούς αρετής, που είναι ακριβώς οι πεφωτισμένες εποχές που δέχονται πιο εύκολα τη θεοποίηση και ανάληψη στους ουρανούς ενός Ρωμύλου ή ενός Ιησού. Και οι δύο ίδρυσαν δύο τεράστιες αυτοκρατορίες, ο πρώτος πολιτική, ο δεύτερος πνευματική.
Ο δεύτερος μάλιστα, ίδρυσε την πνευματική του αυτοκρατορία τη στιγμή που την είχε ανάγκη η πολιτική αυτοκρατορία της Ρώμης για να «αναληφθεί» και αυτή και να μετατραπεί από εξουσία ενός λαού σε πανανθρώπινη πολιτική τάξη. Γράφει ο Κικέρων: «Έτσι γίνεται αντιληπτό ότι ο Όμηρος έζησε πολλά χρόνια πριν από τον Ρωμύλο. Συνεπώς, στην εποχή του Ρωμύλου, οι άνθρωποι, ακόμη και οι ίδιες οι εποχές, ήταν μορφωμένοι. Σε τέτοιες εποχές πνευματικής καλλιέργειας δεν υπήρχαν πολλά περιθώρια για επινόηση. Οι αρχαίοι χρόνοι [του Ομήρου] δέχονταν ιστορίες που συχνά ήταν χονδροειδείς μυθοπλασίες, αλλά αυτή η εποχή [του Ρωμύλου] πνευματικής καλλιέργειας γενικά γελοιοποιεί και απορρίπτει ό,τι είναι αδύνατο» (ibidem, 2, 17). Ο χριστιανισμός γεννήθηκε και καλλιεργήθηκε στους πεφωτισμένους χρόνους του Αυγούστου και στους κύκλους των πεφωτισμένων στωικών φιλοσόφων. Αυτοί έγιναν και οι σπουδαιότεροι προπαγανδιστές του.
Ο πεφωτισμένος Παύλος, ο απόστολος των εθνών, αυτόν που ο Νίτσε υποτιμητικά αποκαλούσε «στωικό», ήταν τελικά εκείνος που θα έδινε έναν πολιτικό προσανατολισμό στη νεοσύστατη εβραϊκή σέκτα, εγκλωβισμένη μέχρι τότε στα χέρια της οικογένειας του Ιησού και του αδερφού του Ιάκωβου. Ο Παύλος, ο οποίος χωρίς καμία αμφιβολία πίστευε κυριολεκτικά –και όχι μεταφορικά– στην ανάσταση του Ιησού, αναγνώρισε το τεράστιο πολιτικό δυναμικό της διδασκαλίας του Ναζωραίου και το μετουσίωσε μέσα από τη δική του σκέψη και πράξη σε πανανθρώπινα ιδανικά και αξίες.
Ο κ. Παναγιώτης Χριστιάς είναι αν. καθηγητής πολιτικής και κοινωνικής φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Κύπρου.