Του Παναγιώτη Χριστιά
Ο Λέο Στράους τόνιζε εμφατικά την ανάγκη να επανερχόμαστε διαρκώς στα σπουδαία έργα των μεγάλων συγγραφέων της ανθρωπότητας. Πίστευε ότι η επαφή με τα μεγάλα αυτά πνεύματα μέσα από την ανάγνωση και τον διάλογο με τα αυθεντικά τους κείμενα είναι ο μοναδικός τρόπος θεμελίωσης της κριτικής σκέψης, της καλλιέργειας της γλωσσικής ικανότητας και της ανάπτυξης της πνευματικότητας των ατόμων.
Τα τρία αυτά στοιχεία, σκέψη, γλώσσα και πνευματικότητα, συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους, καθώς κανένα από αυτά δεν μπορεί να λειτουργήσει ικανοποιητικά χωρίς τα άλλα δύο. Τα σπουδαία κείμενα της ανθρώπινης γραμματείας αποδίδουν υποδειγματικά μέσω της γλώσσας τους, τον τρόπο σκέψης και την πνευματικότητα των συγγραφέων τους. Για το λόγο αυτό, όσοι μετέχουν της γλώσσας τους, όσοι μελετούν, διδάσκονται και διδάσκουν τα κείμενα αυτά, αποκτούν μια άλλη αίσθηση του λόγου, μια «λεπταίσθητη κρίση» (esprit de finesse), όπως έλεγε και ο Πασκάλ, ικανή να διακρίνει ανάμεσα σε έμψυχο ανθρώπινο λόγο και άψυχο λόγο μηχανών τεχνητής νοημοσύνης. Η κριτική αυτή ικανότητα είναι ιδιαίτερα χρήσιμη στις μέρες μας, αφού πλέον ο κίνδυνος να αντικατασταθεί η ανθρώπινη γλώσσα με τη γλώσσα της μηχανής, να εκφράζονται δηλαδή οι άνθρωποι με στερεότυπες μηχανικές κωδικοποιημένες εκφράσεις, είναι πλέον πολύ πιο άμεσος απ’ όσο θα μπορούσε κανείς να πιστέψει. Αρκεί να διατρέξει κανείς τα διάφορα μέσα δικτύωσης και να παρατηρήσει προσεχτικά όλες εκείνες τις διαφημίσεις που υπόσχονται σε μελλοντικούς συγγραφείς τη σύνταξη εργασιών πάνω στο θέμα της αρεσκείας τους. Προτείνουν μάλιστα και την έκδοση βιβλίων με θέματα τα οποία θα αναλύσει ο υπολογιστής, το AI Chat bot και θα εκδοθούν με το όνομα του χρήστη της μηχανής. Ο κίνδυνος που παραβλέπεται σε μια τέτοια διαδικασία δεν σχετίζεται με τα «πνευματικά» δικαιώματα, αλλά με την εντελώς ξένη προς τα ανθρώπινα όντα χρήση του λόγου και της γλώσσας. Ας αναλογιστούμε ότι, σε λίγα μόνο χρόνια, θα πλημμυρίσει η αγορά με χιλιάδες τέτοια σχολικά βοηθήματα, σε όλες ανεξαιρέτως τις επιστήμες, την τέχνη και τη λογοτεχνία. Συμπιλήματα όπου θα παρουσιάζονται συνοπτικά οι θέσεις του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη, του Ρουσσώ και του Βολτέρου θα κατακλύσουν τις πανεπιστημιακές βιβλιοθήκες, και πλέον η μηχανική υπολογιστική γλώσσα της τεχνητής νοημοσύνης θα γίνει η κυρίαρχη γλώσσα στις ανθρώπινες κοινωνίες, επικαθορίζοντας τον τρόπο σκέψης και εξουδετερώνοντας την επικίνδυνη πνευματικότητα και οτιδήποτε άλλο είναι ικανό να σταθεί εμπόδιο στην απρόσκοπτη επέκταση του υλικοτεχνικού στοιχείου. Η μηχανή θα είναι σε θέση να αναλύσει τις θέσεις του Πλάτωνα στον Θεαίτητο, αλλά δεν θα μπορεί να μεταδώσει το απορητικό πνεύμα του διαλόγου.
Η «μόλυνση» της γλώσσας από την τεχνική όμως έχει ξεκινήσει πολύ πριν την κυκλοφορία των πρώτων μηχανών επικοινωνίας και συζήτησης τεχνητής νοημοσύνης. Ήδη από το 1949, στο κείμενό για «Το ερώτημα της τεχνικής», o Μάρτιν Χάιντεγκερ προειδοποιούσε για την ανεξέλεγκτη ανάπτυξη της υλικοτεχνικής επιστήμης και της τεχνικής, πέρα από την οποιαδήποτε δυνατότητα ελέγχου αυτής της ανάπτυξης από την ανθρώπινη συζήτηση. Στο απόλυτα ρουσσωικού ύφους κείμενο περί της τεχνικής, ο Γερμανός στοχαστής εξηγεί ότι ο υλικοτεχνικός πολιτισμός και η τεχνικο-επιστημονική πρόοδος δεν είναι σε καμία περίπτωση αποτέλεσμα της ανθρώπινης θέλησης. Η τεχνική παρουσιάζεται και επιβάλλεται πλέον στον άνθρωπο ως πεπρωμένο. Αποκομμένη από οποιαδήποτε πνευματικότητα, η νεότερη τεχνική παρουσίασε για πρώτη φορά το σκοτεινό της πρόσωπο στις μηχανές προπαγάνδας και κοινωνικής μηχανικής των ολοκληρωτικών συστημάτων και γιγαντώθηκε στις μεταπολεμικές κοινωνίες της Δύσης με την αντικατάσταση του κοινωνικού διαλόγου από τον «ξύλινο λόγο». Κάτι τέτοιο στηλιτεύτηκε από πολλές μορφές τέχνης και διανόησης, χωρίς ποτέ να μπορέσει κανείς να αντιστρέψει την πολύ άσχημη δυναμική αυτής της αντικατάστασης. Με τα chatbot και τις εξελιγμένες ικανότητές τους πλέον τίθεται σε κίνδυνο η ίδια η γλώσσα, ως μέσον και σκοπός του διαλόγου, αλλά και έκφραση της πνευματικότητας μαζί και τρόπος σκέψης.
Στον χορό της γλωσσικής αντικατάστασης έχουν ήδη εισέλθει τα σχολεία και τα πανεπιστήμια, ως φορείς διάδοσης και μετάδοσης του πολιτισμού και του πνεύματος. Η αντικατάσταση ακολουθεί εδώ τη διπλή διαδικασία απλοποίησης-μαζικοποίησης της γνώσης. Ενώ πριν από σαράντα χρόνια διδάσκονταν σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης πρωτότυπα έργα, σε όποια γλώσσα κι αν ήταν αυτά γραμμένα ή μεταφρασμένα, σήμερα διδάσκονται μόνο περιλήψεις και στείρες αναλύσεις. Έτσι όμως καταστρέφεται η ολότητα του έργου, από την οποία πηγάζει η μοναδική του πνευματικότητα. Για όλους αυτούς τους τους λόγους είναι άκρως επιτακτική ανάγκη να επιστρέψουμε στη μελέτη των σπουδαίων έργων των μεγάλων συγγραφέων του πολιτισμού μας στην ολότητά τους και όχι μέσα από μια αποσπασματική παρουσίαση των βασικών σημείων στη γλώσσα μιας μηχανής. Πρέπει οι νέες και οι νέοι να γαλουχηθούν στην πρωτότυπη γλώσσα τους για να μυηθούν στην πνευματικότητά τους. Μόνο έτσι θα μπορούν να διακρίνουν την ανθρώπινη πνευματική γλώσσα από την τεχνητή και άψυχη γλώσσα των μηχανών. Το διακύβευμα είναι ακόμη μεγαλύτερο, αν αναλογισθεί κανείς ότι η ανθρώπινη σκέψη είναι η αντανάκλαση του ανθρώπινου όντος στον καθρέπτη της γλώσσας και ότι δεν υπάρχει σκέψη εκτός γλώσσας. Η μηχανοποίηση της γλώσσας που προκύπτει από τη διαδικασία της αντικατάστασης είναι προάγγελος μιας δυσάρεστης εξέλιξης, της μηχανοποίησης της σκέψης, η οποία δεν θα μπορεί να σκεφτεί εκτός ενός συγκεκριμένου και προκαθορισμένου πλαισίου, το οποίο θα ορίζουν οι μηχανές. Δεν υπάρχει στην τελευταία αυτή φράση καμία μεταφυσική, αλλά μόνο η διαπίστωση ότι η μηχανοποίηση της γλώσσας οδηγεί σε απάνθρωπες κοινωνίες.
Ο κ. Παναγιώτης Χριστιάς είναι αν. καθηγητής πολιτικής και κοινωνικής φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Κύπρου.