Του Παναγιώτη Χριστιά
Η αστική τάξη, έλεγε ο Walter Benjamin, είναι η «ονειρευόμενη συλλογικότητα». Ο μύθος της προόδου, υλικής και ηθικής, καθοδηγούσε τα όνειρά της. Πίστευε ακλόνητα ότι μπορούσε να επιτύχει τα πάντα: να αστικοποιήσει τη φύση, να απαλλάξει τον άνθρωπο από τα ζωώδη του ένστικτα και τις άλογες ορμές του και να αλλάξει ριζικά την ανθρώπινη κοινωνία. Σκοπός της αστικής τάξης ήταν να εξαλείψει τη φτώχεια και την ανέχεια μέσα από την πρόοδο της επιστήμης και την εφαρμογή της πάνω στην φυσική πρώτη ύλη, την τεχνολογία. Ήταν ακλόνητα φιλελεύθερη, πίστευε στην ελευθερία της έκφρασης και της επιχειρηματικότητας. Δημιούργησε χρηματοοικονομικούς θεσμούς, όπως τις τράπεζες και τα χρηματιστήρια, όπου το συλλογικό χρήμα τροφοδοτούσε τη μηχανή των ονείρων. Δημιούργησε τις πρώτες βιομηχανικές μητροπόλεις της Ευρώπης, όπως το Λονδίνο και το Παρίσι, όπου γεννήθηκαν πάρκα και στοές, μουσεία και εκθεσιακοί χώροι, επιβλητικά κτίρια, πλατείες, μνημεία και λεωφόροι. Δημιούργησε ανθρώπινες ροές σε διαρκή εικοσιτετράωρη κίνηση, όπου τα πάντα αποκτούσαν την αίγλη και το δέος που προκαλούσε ο σύγχρονος Προμηθέας της θερμοδυναμικής. Αλλά η μηχανική της αστικής τάξης δεν σταμάτησε εκεί. Η μεγάλη μηχανική που ανέπτυξε η επαναστατική αυτή τάξη ήταν πρωτίστως κοινωνική και πολιτική. Κατάφερε να ενώσει κάτω από μια ενιαία κεντρική διοίκηση δεκάδες χιλιάδες πόλεις, κωμοπόλεις και χωριά με πληθυσμούς δεκάδων εκατομμυρίων. Εξελίσσοντας δε το μεσαιωνικό σύστημα της αντιπροσώπευσης, οι αστοί κατασκεύασαν το νεότερο πλαίσιο της κοινοβουλευτικής φιλελεύθερης δημοκρατίας. Με άλλα λόγια, δημιούργησαν τις συνθήκες ώστε οι λαοί να είναι κύριοι του εαυτού τους, να ψηφίζουν τους κοινούς νόμους και να κυβερνώνται αποκλειστικά με βάση τους νόμους τους οποίους οι ίδιοι ψήφιζαν μέσω της αντιπροσωπευτικής διαδικασίας. Οι ελεύθερες εκλογές και η εκλογική κάλπη έγιναν το σύμβολο της λαϊκής κυριαρχίας και η έκφραση της λαϊκής αξιοπρέπειας. Αν και στην αρχή οι αστοί είχαν περιορίσει το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι σε έναν περιορισμένο αριθμό πολιτών, αποκλείοντας από τη διαδικασία μεγάλα τμήματα του πληθυσμού, σύντομα το αίτημα για καθολική ψήφο έλαβε επαναστατικό χαρακτήρα. Το αστικό πολίτευμα άλλαξε μορφή, απέκτησε διαλογικό χαρακτήρα με όλες οι τάξεις να έχουν δημόσιο και κοινοβουλευτικό λόγο. Τα εργατικά και φεμινιστικά κινήματα του δέκατουένατου αιώνα είχαν την ορμή και την οργή των απεργουσών εργατριών των βιομηχανιών του Λονδίνου. Σε όλα δε τα επίπεδα, τόσο της εργατικής βάσης όσο και των εργατικών συνδικάτων και κομμάτων, ο αγώνας ήταν διπλός. Ήταν αγώνας απεργιακός κοινωνικο-οικονομικός ενάντια στα «μεγάλα αφεντικά» και τους πολιτικούς προστάτες τους, αλλά και αγώνας πολιτικός για συμμετοχή στις εκλογικές διαδικασίες. Μέσα σε λιγότερο από έναν αιώνα αστικής πολιτικής κυριαρχίας, η εργατική τάξη, μέσω της συμμετοχής της στις εθνικές εκλογές, κατάφερε να αναγνωρισθεί και αυτή ως κοινωνικός εταίρος. Μοιράστηκε έτσι και αυτή το συλλογικό αστικό όνειρο. Αν και ελαφρώς διαφοροποιημένο στην περίπτωση των ριζοσπαστών σοσιαλιστών του τέλους του δέκατου-ένατου αιώνα, το σοσιαλιστικό όνειρο το τροφοδοτούσε και αυτό ο αστικός μύθος της αδιάκοπης ηθικής και υλικής προόδου των κοινωνιών. Η υπόσχεση για ένα καλύτερο αύριο γινόταν πραγματικότητα μέσα από τη διαρκή βελτίωση των συνθηκών ζωής, την οποία εξασφάλιζε το νεότερο βιοπολιτικό σύστημα διαχείρισης των πληθυσμών. Το όνειρο έπαιρνε σάρκα και οστά κάτω από τα μάτια των γενεών που διαδέχονταν η μία την άλλη. Ακόμη και μέσα σε σαράντα ή πενήντα χρόνια, μέσα στη ζωή ενός και μόνου ατόμου, η επαναστατικοποίηση των μέσων παραγωγής που επετύγχανε ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής και η προηγμένη χρηματο-οικονομία ήταν ορατή και αδιαμφισβήτητη. Αποδείχθηκε δε με τον πλέον τρομαχτικό τρόπο ότι οποτεδήποτε οι ευρωπαϊκές Δημοκρατίες απομακρύνθηκαν από το γενικότερο πλαίσιο του αστικού ονείρου, αναβιώνοντας μορφές συνύπαρξης προαστικές και προ-επαναστατικές, όπως η φυλή, το έθνος ή η κολεκτίβα, κατέληγαν στους πλέον δεινούς ολοκληρωτισμούς. Η ιεροτελεστία της κάλπης ήταν ακριβώς μέρος του ονείρου αυτού. Άραγε είναι ακόμη εφικτό το αστικό όνειρο ώστε να κινητοποιεί και σήμερα αυτή την ιεροτελεστία;
Στις μέρες μας παρατηρούμε μια σημαντική μετάλλαξη του αστικού ονείρου. Μέχρι και πριν από δύο δεκαετίες οι κοινωνικές δυνάμεις που συγκροτούσαν το πολιτικό τοπίο διακατέχονταν ακόμη από την πίστη ότι το όνειρο δεν θα γινόταν πραγματικότητα χωρίς την ενεργή συμμετοχή τους. Ωστόσο, ιδιαίτερα με την αλλαγή του αιώνα, με ελάχιστες εξαιρέσεις είναι αλήθεια, οι ευρωπαϊκοί λαοί φαίνεται να πιστεύουν ότι οι διαδικασίες είναι πλέον αυτοματοποιημένες, όπως άλλωστε και το μεγαλύτερο κομμάτι της άμεσης εμπειρίας τους. Μήπως το αστικό όνειρο έγινε τόσο ισχυρό ώστε οι πολίτες να πιστεύουν ότι αυτοπραγματώνεται; Μήπως δηλαδή η αστική δημοκρατία είναι τόσο ισχυρή που δύσκολα μπορεί κάποιος να την καταλύσει, χωρίς όμως και να χρειάζεται υποστηριχτές στο εκλογικό παιχνίδι; Ή μήπως η κατάρρευση του αστικού ονείρου, η απομάγευση του αστού, συμπαρέσυρε και το βασικότερο σύμβολό του, την κάλπη; Όποια κι αν είναι η απάντηση στο ερώτημα αυτό, η κάλπη πλέον είναι μάλλον σύμβολο των δημοσκόπων παρά των λαών. Κόμματα, υποψήφιοι και ψηφοφόροι δεν κινούνται από το όνειρο μιας καλύτερης κοινωνίας, αλλά από τα στατιστικά δεδομένα που δημοσιεύουν επαΐοντες κάθε μέρα στον τύπο και τα κοινωνικά δίκτυα. Φτάνουν δε στο σημείο να θεωρούν τις στατιστικές ως τη μόνη λαϊκή και κοινωνική πραγματικότητα. Ίσως εδώ να ελλοχεύει ο μέγιστος κίνδυνος. Όπως έλεγε και ο «Καραγκιόζης» του Διονύση Σαββόπουλου, «μέσα από την κάλπη τη στατιστική μας κοιτάει ο χάρος και του τρέχουνε τα σάλια».
Ο κ. Παναγιώτης Χριστιάς είναι αν. καθηγητής πολιτικής και κοινωνικής φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Κύπρου.