Του Παναγιώτη Χριστιά
Με την απόφαση του «ΕΔΔΑ προσφ. 15541/20, αποφ. της 19/09/2024, υποθ. Pinda Mulla κατά Ισπανίας – Μετάγγιση αίματος σε μάρτυρα του Ιεχωβά» (https://www.qualex.gr/el-GR/periexomeno/nomologia/nomologia?i d=2213467), το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο του Στρασβούργου (ΕΔΔΑ) δικαίωσε την ενάγουσα και καταδίκασε την Ισπανία, επιδικάζοντας στην ενάγουσα 12.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 14.000 ευρώ για δικαστικά έξοδα (βλ. και άρθρο Γιώργου Γούλα 18/09/2024, Νομική Βιβλιοθήκη Daily, https://daily.nb. org/nomologia/metangisi-aimatos-se-martyra-tou-iechova-katadikase-tin-ispania-eiche-arnitheigia-logous-thriskeftikis-pistis/).
Η απόφαση ελήφθη με πλειοψηφία μίας ψήφου (9 υπέρ και 8 κατά της προσφυγής). Οι γιατροί, με άδεια Ισπανού δικαστή, προχώρησαν στη μετάγγιση παρά τη ρητή άρνηση της ενάγουσας πριν από την εγχείρηση να μην υποστεί μετάγγιση ακόμη και σε περίπτωση που θα κινδύνευε η ζωή της, επειδή ήταν μάρτυρας του Ιεχωβά. Οι γιατροί προσπάθησαν να ολοκληρώσουν την εγχείρηση χωρίς μετάγγιση και για τον λόγο αυτό η ασθενής διακομίστηκε σε νοσοκομείο της Μαδρίτης από τη Σόρια, όπου ήταν δυνατή η εγχείρηση χωρίς μετάγγιση. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της εγχείρησης αποδείχθηκε ότι χωρίς μετάγγιση η ασθενής θα απεβίωνε. Τότε το νοσοκομείο επικοινώνησε με την εισαγγελία και τον δικαστή υπηρεσίας και πήρε άδεια να προχωρήσει στη μετάγγιση. Για πολλούς, η απόφαση αυτή επιβεβαιώνει την αρχή της αυτοδιάθεσης και της προσωπικής αυτονομίας. Είναι όντως η απόφαση αυτή ένας σταθμός υπέρ των ατομικών δικαιωμάτων ή ένα πισωγύρισμα, το οποίο στο μέλλον θα αποσυντονίσει ακόμα περισσότερο τα κοινωνικά συστήματα υγείας και θα ενθαρρύνει θρησκευτικές σέκτες να ασκούν ακόμα μεγαλύτερες πιέσεις στα μέλη τους προκειμένου να τηρούν ευλαβικά τα σκοταδιστικά δόγματά τους; Η απόφαση του δικαστηρίου του Στρασβούργου ήταν ελλιπής σε πάρα πολλά σημεία. Πώς είναι δυνατόν ένας υπεύθυνος γιατρός να καταδικάσει σε θάνατο μια ασθενή του στο χειρουργείο, ενώ θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει ένα απλούστατο και καθημερινό μέσο για τη διάσωσή της; Αναρωτήθηκε κανείς αν το δικαίωμα για έναν γιατρό να θεραπεύει τον ασθενή του χρησιμοποιώντας επιβεβλημένα και αναγνωρισμένα μέσα του ιατρικού του επαγγέλματος δεν είναι σημαντικότερο από το δικαίωμα μιας ασθενούς να επιλέξει να πεθάνει κατά την ώρα του χειρουργείου; Η ασθενής είχε βέβαια το δικαίωμα να αρνηθεί να προχωρήσει σε χειρουργείο. Είχε μάλιστα ενημερωθεί ότι για την περίπτωσή της, η μετάγγιση ήταν πιθανό ενδεχόμενο. Ακόμα και αν κάποιος γιατρός τη διαβεβαίωνε ότι η εγχείρησή της δεν θα οδηγούσε σε επιπλοκές για τις οποίες θα ήταν αναγκαία η μετάγγιση, η διαβεβαίωση αυτή μόνο καθησυχαστικό χαρακτήρα θα μπορούσε να έχει για τον απλούστατο λόγο ότι η εγχείρηση είναι μια απρόβλεπτη διαδικασία. Η ενάγουσα θα έπρεπε να γνωρίζει ότι από τη στιγμή που μπαίνει στο χειρουργείο υπεύθυνος για τη ζωή της είναι ο γιατρός. Εδώ δεν τίθεται καμία περίπτωση ηθικού διλήμματος διατήρησης κάποιου ασθενούς στη ζωή με τεχνητά μέσα, όπου βέβαια εκεί ο καθένας μπορεί να επιλέξει τον θάνατο από μια ζωή με μηχανική υποστήριξη. Εδώ πρόκειται στην ουσία για απόπειρα αυτοκτονίας.
Γιατί πώς αλλιώς θα μπορούσε να χαρακτηριστεί μια πράξη η οποία οδηγεί μοιραία στον θάνατο; Γιατί πρέπει να σεβαστεί το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και ο Νόμος εν γένει το δικαίωμα ενός Ιεχωβά να πεθάνει αρνούμενος τη μετάγγιση, ενώ επιβάλλει να γίνουν όλες οι αναγκαίες ιατρικές ενέργειες για να σωθεί κάποιος ο οποίος θέλησε να δώσει τέλος στη ζωή του; Ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στο δικαίωμα αυτοδιάθεσης και την προσωπική αυτονομία ενός αυτόχειρα και στο δικαίωμα αυτοδιάθεσης και την προσωπική αυτονομία ενός Ιεχωβά; Αν το δικαστήριο του Στρασβούργου είναι πεπεισμένο ότι δεν υπάρχει τίποτε ανώτερο από την αρχή της αυτοδιάθεσης και της προσωπικής αυτονομίας, τότε για να είναι συνεπές με τον εαυτό του θα πρέπει να επιτρέψει και την αυτοκτονία. Θα μπορούσε κάθε αυτόχειρας, πριν από κάθε απόπειρα αυτοκτονίας, να αφήνει σημείωμα λέγοντας ότι αρνείται οποιαδήποτε μορφή θεραπείας, η οποία θα μπορούσε να τον επαναφέρει σε υγιή κατάσταση. Στις κοινωνίες μας οι αυτόχειρες θεωρούνται αυτομάτως φρενοβλαβείς, ψυχικά διαταραγμένοι, εγκλείονται δε σε ψυχιατρεία όπου γίνεται κάθε δυνατή προσπάθεια να τους επαναφέρουν σε μια «φυσιολογική» διάθεση για ζωή. Γιατί δεν ισχύει κάτι τέτοιο για τους μάρτυρες του Ιεχωβά, οι οποίοι πίσω από το κάλυμμα της θρησκευτικής σέκτας –και της «θρησκευτικής» άρα ελευθερίας– υπονομεύουν τη ζωή και την ασφάλειά τους; Αν όντως το ερώτημα αφορά το κατά πόσο το κάθε άτομο, αυτόχειρας ή Ιεχωβάς, έχει σώας τας φρένας, αν δηλαδή είναι σε θέση να συνειδητοποιήσει τις συνέπειες των αποφάσεών του, τότε πόσο ψυχικά υγιές και σε θέση να λάβει αποφάσεις που αφορούν την ίδια του τη ζωή είναι ένα μέλος μιας σέκτας, στην οποία για να αποδείξεις την πίστη σου πρέπει να θέσεις τέρμα στη ζωή σου;
Θα μπορούσε τέλος να ισχυρισθεί κάποιος ότι υπάρχει ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στην πράξη του αυτόχειρα που επιθυμεί ενεργά τον θάνατό του και του Ιεχωβά που αφήνεται παθητικά να πεθάνει. Στο έργο του Compendium grammatices lingu hebr («Περίληψη της Εβραϊκής γραμματικής»), o Baruch Spinoza σημειώνει ότι για τους Εβραίους, εκτός από την ενεργητική και την παθητική φωνή, υπάρχει και μια τρίτη φωνή, η οποία θα μπορούσε να μεταφραστεί με την έκφραση «κάνε έτσι ώστε να επέλθει ένα αποτέλεσμα» (facere ut). Σύμφωνα με τη λογική αυτής της τρίτης φωνής, αυτόχειρας και Ιεχωβάς, ενεργητικά ή παθητικά, δρουν έτσι ώστε να οδηγηθούν σε ηθελημένο θάνατο.
Ο κ. Παναγιώτης Χριστιάς είναι αν. καθηγητής πολιτικής και κοινωνικής φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Κύπρου.