Του Παναγιώτη Χριστιά
Εν μέσω ψυχρού πολέμου, το 1958, o Albert Wohlstetter δημοσίευσε μια πρωτοποριακή μελέτη πάνω στην «Ευαίσθητη ισορροπία του τρόμου» (“The Delicate Balance of Terror”). Η δημοσίευσή του αφορούσε τις αμερικανο-σοβιετικές σχέσεις και την παγκόσμια ασφάλεια.
Στο άρθρο του αυτό ο «στρατηγός», όπως τον αποκάλεσαν «φίλοι» και «εχθροί» κατά την προεδρία του Τζορτζ Μπους Jr., αμφισβήτησε την κοινή ψευδαίσθηση ότι μια ευρείας κλίμακας σύρραξη με τη Σοβιετική τότε Ρωσία θα ήταν αδύνατη λόγω της ύπαρξης του πυρηνικού όπλου. «Μία από τις σημαντικότερες από αυτές τις παραδοχές, ότι ένας γενικός θερμοπυρηνικός πόλεμος είναι εξαιρετικά απίθανος, είναι κοινή τόσο στους περισσότερους επικριτές της αμυντικής μας πολιτικής όσο και στους υποστηρικτές της. Λόγω του κρίσιμου ρόλου της παραδοχής αυτής στη δυτική αμυντική στρατηγική, θα ήθελα να εξετάσω τη σταθερότητα της θερμοπυρηνικής ισορροπίας, η οποία, κατά κοινή ομολογία, θα καθιστούσε οποιαδήποτε επιθετική πράξη παράλογη ή ακόμη και παρανοϊκή.
Η ισορροπία, πιστεύω, είναι στην πραγματικότητα επισφαλής, και το γεγονός αυτό έχει κρίσιμες συνέπειες για την πολιτική». Αν η ειρήνη εδραιωνόταν με ασφάλεια και σταθερότητα στον αμοιβαίο τρόμο, και ο αμοιβαίος τρόμος στις συμμετρικές πυρηνικές δυνάμεις, αυτό θα ήταν, όπως είπε ο και ο Ουίνστον Τσόρτσιλ, «ένα μελαγχολικό παράδοξο», αν και πολύ παρήγορο. Στα 1960, η στρατηγική σκέψη των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ εστίαζε στις δυο εναλλακτικές, στρατηγική του πρώτου ή του δεύτερου χτυπήματος.
Θεωρούσε δηλαδή ότι η ολομέτωπη επίθεση θα ξεκινούσε κατευθείαν με πυρηνική επίθεση και ότι οι Ρώσοι θα έστελναν το πρώτο πυρηνικό πλήγμα. Η δυτική στρατηγική συνοψιζόταν στη δυνατότητα αντεπίθεσης και επίτευξης του καίριου δεύτερου χτυπήματος. Σε γενικές γραμμές, η όλη στρατηγική των δυτικών συμμάχων στηριζόταν σε αυτό που ο Wohlstetter αποκαλούσε «προτιμώμενες από τη Δύση σοβιετικές στρατηγικές». Οι εναλλακτικές όμως της πάλαι ποτέ Σοβιετικής Ένωσης, και σήμερα της Ρωσικής Ομοσπονδίας, είναι απείρως περισσότερες και πολυπλοκότερες. Ειδικά σήμερα, το φάσμα επιλογών της ρωσικής επιθετικότητας εκτείνεται από τοπικούς έως υβριδικούς πολέμους και από διαδικτυακές πολιτικές στρατηγικές επιθέσεις έως τις ενεργειακές απειλές σε μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία.
Γιατί όμως σήμερα, όπως άλλωστε και το 1958, ασχολούμαστε με τη στρατηγική του δεύτερου χτυπήματος; Γιατί το 1958, όπως και σήμερα, η Ρωσία έχει αποκτήσει στρατηγικό πλεονέκτημα έναντι των ΗΠΑ στους εξοπλισμούς και στις δυνατότητες πρώτου χτυπήματος. Γιατί το 1958, όπως και σήμερα, η στρατηγική του δεύτερου χτυπήματος στηρίζεται στη φενάκη των «βάσεων κοντά στους Σοβιετικούς».
Το άρθρο-αντίδραση στο δόγμα της «ισορροπίας του τρόμου» του «στρατηγού», το 1958, πυροδοτήθηκε από το σοκ που προκλήθηκε από την εκτόξευση του Σπούτνικ από τη Σοβιετική Ένωση. Επομένως οι Σοβιετικοί ήταν σε θέση να χτυπήσουν τις ΗΠΑ με διηπειρωτικούς πυραύλους με πυρηνικές κεφαλές από απόσταση ασφαλείας, κάτι που τα τότε αμερικανικά βομβαρδιστικά δεν ήταν σε θέση να κάνουν. Για να καταφέρουν το δεύτερο πλήγμα, οι Αμερικανοί έπρεπε να δημιουργήσουν βάσεις κοντά στη Σοβιετική Ένωση. Αυτό άλλαξε τη στρατηγική τους σε θέματα εξωτερικής πολιτικής και άμυνας. Μάλιστα, θα μπορούσε κάποιος, όχι χωρίς έρεισμα, να υποστηρίξει ότι η φιλοτουρκική στροφή του Χένρι Κίσινγκερ, θιασώτη της θεωρίας της «ισορροπίας του τρόμου», στηρίζεται ακριβώς στη στρατηγική σημασία της Τουρκίας στη γενικότερη «στρατηγική του δεύτερου πλήγματος» των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ. Ακριβώς το ίδιο συμβαίνει και σήμερα, κάτι που προσφέρει μια πειστική εξήγηση τόσο στην εμμονή για ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ όσο και στο αναβαθμισμένο ενδιαφέρον του δημοκρατικού προέδρου Μπάιντεν για την Τουρκία.
Πριν από μερικά χρόνια, οι Ρώσοι ανακοίνωσαν την τελειοποίηση του συστήματος υπερηχητικών πυραύλων, ικανών να φέρουν πυρηνικές κεφαλές και να εξουδετερώσουν οποιοδήποτε σύστημα ραντάρ. Τα υπερηχητικά όπλα, όπως το ρωσικό 3M22 Zircon, πετούν τόσο γρήγορα και χαμηλά, με ταχύτητες έως και 6 Mach και με χαμηλή ατμοσφαιρική-βαλλιστική τροχιά, που μπορούν να διαπεράσουν τα παραδοσιακά συστήματα αντιπυραυλικής άμυνας. Το ρωσικό Avangard εκτοξεύτηκε δοκιμαστικά το 2018. Ανάμεσα στους θεατές της πυραυλικής δοκιμής ήταν και ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν, ο οποίος δήλωσε ότι το υπερηχητικό όπλο είναι πλέον σε υπηρεσία. Χρειάστηκαν τέσσερα χρόνια και πλέον για να συνειδητοποιήσουμε τι σημαίνει η νέα ρωσική υπεροπλία.
Ούτε η απόβαση στην Κριμαία ούτε η τωρινή κρίση της Ουκρανίας θα είχαν συμβεί, αν δεν προηγούνταν η Ρωσία στην κούρσα των εξοπλισμών. Ούτε θα ήταν δεδομένες η εμμονή των ΗΠΑ για ένταξη της Ουκρανίας και η ξαφνική φιλοτουρκική στροφή της διακυβέρνησης του Αμερικανού προέδρου Μπάιντεν.
Το άρθρο του Wohlstetter το 1958, επίκαιρο όσο ποτέ, έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς ασκεί κριτική απέναντι στη στρατηγική των «βάσεων κοντά στους Σοβιετικούς»: «οι υπερπόντιες βάσεις επηρεάζουν με πολλαπλούς κρίσιμους τρόπους, πολιτικούς και οικονομικούς καθώς και στρατιωτικούς, το καθεστώς της συμμαχίας». Μόνο όσον αφορά το επιχειρησιακό στρατιωτικό μέτωπο, με δεδομένο «το μειονέκτημα της μεγάλης ευπάθειας» των βάσεων αυτών, η συγκεκριμένη στρατηγική είναι εξαιρετικά επισφαλής. Είναι ακόμη περισσότερο ανεπαρκής αν σκεφτεί κανείς όχι ως Αμερικανός αλλά ως Ευρωπαίος: «Αλλά η ιδέα των μαζικών αντιποίνων, ως υπεύθυνη απάντηση στις περιφερειακές προκλήσεις, εξαφανίστηκε, καθώς έγινε αντιληπτό ότι, εδώ και στο εξωτερικό, σε περίπτωση επίθεσης η σοβιετική ικανότητα μεταφοράς πυρηνικών όπλων θα σήμαινε τεράστιες απώλειες για τις ΗΠΑ. Και τώρα η Ευρώπη αμφιβάλλει αν θα ήμασταν διατεθειμένοι να πληρώσουμε το τίμημα της χρήσης στρατηγικών όπλων για να απαντήσουμε σε μια επίθεση που θα στρεφόταν εναντίον της Ευρώπης αλλά όχι εναντίον των ΗΠΑ».