Του Παναγιώτη Χριστιά
Ακόμη και για τους πιο αισιόδοξους, η κρίση στην Ουκρανία και η κυνική επίθεση της Ρωσίας σ’ ένα ανεξάρτητο και κυρίαρχο κράτος της ευρωπαϊκής ηπείρου σηματοδοτεί την αρχή ενός νέου ψυχρού πολέμου. Ένα εκτεταμένο εμπάργκο στη Ρωσική Ομοσπονδία, με περιορισμούς και αναταραχές στην παγκόσμια αγορά, είναι η μόνη απάντηση της Δύσης στη θηριωδία των ρωσικών τανκ. Μια απάντηση που δεν προϋποθέτει τη χρήση του στρατηγικού πυρηνικού οπλοστασίου. Αντίθετα, όμως, από τη μεταπολεμική εποχή, όπου ο οικονομικός προστατευτισμός ωθούσε τις ευρωπαϊκές οικονομίες και κοινωνίες σε μια μεγάλης κλίμακας οικονομία αυτάρκειας, οι σημερινές συνθήκες διαφέρουν πλήρως.
Αν η οικονομία του ψυχρού πολέμου ήταν δεδομένη και «φυσική» για την Ευρώπη του 1950, για την Ευρώπη του σήμερα η κατάσταση αυτή μοιάζει από βασανιστική έως ανυπόφορη. Μήπως πάλι αληθεύει ότι καλούμαστε να μεταβούμε από μια υψηλά ανεπτυγμένη παγκόσμια χρηματοοικονομία στην αχαρτογράφητη γη ενός νέου προστατευτισμού; Δυστυχώς ή ευτυχώς, η κατάσταση είναι εντελώς διαφορετική: από την οικονομία της πανδημίας καλούμαστε να εισέλθουμε στην οικονομία του νέου ψυχρού πολέμου. Με άλλα λόγια καλούμαστε να προσαρμόσουμε τα έκτακτα οικονομικά μέτρα των τελευταίων δύο ετών σε μια νέα παρατεταμένη κατάσταση απειλής πολέμου. Ο αντικειμενικός σκοπός είναι πλέον η εμπορική ανεξαρτησία της Ευρωπαϊκής Ένωσης από χώρες ικανές να την απειλήσουν οικονομικά και στρατιωτικά. Η Ένωση δεν έχει την πολυτέλεια να εξαρτάται από άλλους πλην των άμεσων συμμάχων της, είτε στην Ατλαντική Συμμαχία, με μόνη σοβαρή και ουσιώδη εξαίρεση την Τουρκία, είτε σε χώρες άμεσα προσκείμενες στη Δύση.
Μια οικονομία ψυχρού πολέμου ισοδυναμεί μοιραία με οικονομία πολέμου. Αυτό σημαίνει ότι το κοινό όφελος προέχει του ατομικού. Πίσω όμως από την αλληλεγγύη που κατευθύνει την ατομική πράξη κρύβεται όχι η αρετή, αλλά η ανάγκη. Ο περιορισμός και αυτοπεριορισμός των ελευθεριών του ατόμου, στην περίπτωση της συλλογικής προσπάθειας του πολέμου, όχι μόνο δεν αποτελεί στέρηση της ατομικής ελευθερίας αλλά, στον βαθμό που εξασφαλίζει την πολιτική ελευθερία, αποτελεί προϋπόθεσή της. Μετά το τέλος του υπαρκτού σοσιαλισμού, το 1989, οι ευρωπαϊκοί λαοί πίστεψαν ότι η απειλή του πολέμου και της στέρησης της πολιτικής τους ανεξαρτησίας αποτελούσε πλέον παρελθόν. Μια νέα εποχή ανοιγόταν μπροστά τους, του εμπορίου και της παγκόσμιας χρηματοοικονομίας, της ευμάρειας και της συνεχούς βελτίωσης του κράτους δικαίου. Θα ήταν άτοπο να κατηγορήσουμε τη στάση αυτή. Πρώτον, γιατί πράγματι η παγκόσμια κατάσταση, ιδιαίτερα μετά το 1996, παρά τις διαδοχικές κρίσεις των αρχών του 21ου αιώνα, διαμορφώθηκε σύμφωνα με το σχέδιο αυτό. Και δεύτερον, γιατί μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία εντός του κράτους δικαίου παραμένει ακόμη και σήμερα το ζητούμενο. Το πισωγύρισμα όμως από την ελεύθερη οικονομία στην οικονομία του ψυχρού πολέμου θα έχει δεινές επιπτώσεις στην καθημερινότητα των Ευρωπαίων.
Παρόλα αυτά η Ευρώπη δεν είναι τόσο απροετοίμαστη όσο θα πίστευε κανείς. Και αυτό το οφείλει στις προηγούμενες κρίσεις που πέρασε με επιτυχία, την κρίση των δημόσιων χρεών και την πανδημική κρίση. Η νέα οικονομική κρίση που διαφαίνεται οφείλεται τόσο στην ανεπάρκεια ενεργειακών πόρων όσο και στους κλυδωνισμούς του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος λόγω της προσπάθειας να εξοβελιστεί από αυτό η Ρωσική Ομοσπονδία. Όπως και στις προηγούμενες κρίσεις, η απάντηση της Ένωσης στα προβλήματα της οικονομίας θα είναι πολιτική. Σε κάθε της κρίση η Ευρώπη απαντούσε επιτυχώς με περισσότερη πολιτική ένωση. Το ίδιο καλείται να πράξει και τώρα. Όσο πιο πολύ ενισχυθεί η πολιτική και στρατιωτική ένωση, τόσο καλύτερα θα αντεπεξέλθουν οι λαοί της Ευρώπης στις αντιξοότητες του νέου ψυχρού πολέμου, που μόλις ξεκίνησε και που, όπως όλα δείχνουν, δεν θα τελειώσει πριν περάσουν δεκαετίες.
Τα θέματα τα οποία καλείται να προωθήσει μια επαρκής ατζέντα πολιτικής ένωσης είναι φλέγοντα. Μέχρι τώρα τα πάντα προσέκρουαν σε παρωχημένες ιδεολογίες του έθνους κράτους. Μέχρι τώρα η πολιτική ζωή της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας εξαρτιόταν από τα έθνη κράτη της Ένωσης. Πλέον, η ζωή των ευρωπαϊκών εθνών εξαρτάται από της Ομοσπονδίας. Το πρώτο και σπουδαιότερο ζήτημα είναι ο τομέας της στρατιωτικής συμμαχίας, ο οποίος πρέπει να ενισχυθεί με την ανάπτυξη ενός προγράμματος στρατηγικών πυρηνικών όπλων. Η Γαλλία καλείται στο εξής να μοιραστεί το πυρηνικό της οπλοστάσιο με τη Γερμανία, ώστε και οι δύο από κοινού με τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη να το αναπτύξουν περαιτέρω. Δεύτερο κρίσιμο σημείο είναι η δημιουργία ενιαίου ταμείου και υπουργείου οικονομικών της Ένωσης ως ο μοναδικός τρόπος εξεύρεσης πόρων για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης. Είναι απαραίτητο να γίνουν επενδύσεις στην ανάπτυξη νέων προγραμμάτων για παραγωγή ενέργειας. Τεράστιοι πόροι θα χρειαστούν επιπλέον ώστε η Ευρώπη να σταθεί στρατιωτικά στα πόδια της. Ποιος αμφιβάλλει σήμερα ότι οι ΗΠΑ θα εγκαταλείψουν την Ευρώπη στην πρώτη επείγουσα ανάγκη; Όπως χαρακτηριστικά είχε δηλώσει ο πρώην πρόεδρος Τραμπ, «πρώτα η Αμερική». Επομένως η γερμανική οικονομία θα κληθεί να συγχωνευθεί με τις υπόλοιπες. Το τρίτο και τελευταίο καίριο σημείο προς συζήτηση είναι η χάραξη μιας μοναδικής κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής άμυνας. Σε συνθήκες (ψυχρού) πολέμου, η πανσπερμία απόψεων και οι αργές γραφειοκρατικές διαδικασίες λήψης απόφασης θα επιφέρουν το τέλος τόσο της Ένωσης όσο και των εθνών κρατών που την αποτελούν. Άραγε θα δούμε τις επόμενες δεκαετίες την Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία να στέκεται ισάξια, πολιτικά και στρατιωτικά, απέναντι στις ΗΠΑ, τη Ρωσία και την Κίνα;
Ο κ. Παναγιώτης Χριστιάς είναι αν. καθηγητής του Πανεπιστημίου Κύπρου και εταίρος του ερευνητικού κέντρου «Ευρωπαϊκές Δυναμικές» του Πανεπιστημίου του Στρασβούργου.