Του Παναγιώτη Χριστιά
Το αποτέλεσμα των γαλλικών εκλογών ερμηνεύτηκε με πολλούς τρόπους. Κάποιοι είδαν σημαντική άνοδο της ακροδεξιάς και μίλησαν για πύρρειο νίκη της Δημοκρατίας, εκτιμώντας, όπως και η ίδια η Μαρίν Λε Πεν, ότι το ακροδεξιό μόρφωμα ήταν ο πραγματικός νικητής της αναμέτρησης. Αντίθετα, σε συνέντευξή του στον Figaro (26/4/2022), ο Pierre Manent μίλησε για εικονική τιτανομαχία, για μάχη ανάμεσα σε έναν απερχόμενο ελιτιστή Πρόεδρο που ήταν αδύνατον να χάσει και μια υποψήφια που δεν είχε και δεν θα έχει ποτέ καμία ελπίδα να νικήσει.
Από τη μία πλευρά, λοιπόν, βρίσκεται η υπεροψία των αριστερών και δεξιών ελίτ, που «κατέχουν το κράτος» και νέμονται το σημαντικότερο μέρος του παραγόμενου από τη Δημοκρατία πλούτου. Από την άλλη, στέκεται η λαϊκίστικη, μνησίκακη μάζα, ό,τι αποκαλούσαμε κάποτε «λαό», αποκλεισμένη από αγαθά που άλλοτε θεωρούνταν δεδομένα: σταθερή εργασία και ισχυρή αγοραστική δύναμη, ποιοτική παιδεία, ισχυρό πολιτικό λόγο. Η λαϊκή μάζα βρίσκεται παγιδευμένη σε μια ανίσχυρη ψήφο στην ακροδεξιά, η οποία εδώ και τριάντα χρόνια είναι ανίκανη όχι μόνο να φτάσει στην εξουσία αλλά και να αποκτήσει το οποιοδήποτε λαϊκό έρεισμα, να ιδρύσει ένα συνδικάτο ή έναν εκδοτικό οίκο. Αυτή η εκλογική ψευδοαναμέτρηση δεν καταδεικνύει απλά την έκπτωση στην ποιότητα της δημοκρατίας αλλά την έκπτωση της ίδιας της πολιτικής.
Μέσα από μια διαδικασία αποπολιτικοποίησης της εθνικής ζωής, η αντιπροσωπευτική δημοκρατία έχει ήδη αντικατασταθεί από τη «φιλελεύθερη-κρατική τάξη», ένα σύνολο δηλαδή ανεξάρτητων αρχών, όχι πάντα εθνικών, οι οποίες κυβερνούν με γνώμονα την προστασία της ελεύθερης αγοράς και την περιφρούρηση του κράτους δικαίου και των ατομικών δικαιωμάτων. Μέχρι πρόσφατα, η Γαλλία ήταν ικανή να αυτοκυβερνηθεί, αντλώντας τις αρχές της πολιτικής νομιμότητας από τον εαυτό της. Το σώμα των πολιτών έδειχνε μέσα από τη διαδικασία των εκλογών, την εμπιστοσύνη του στους κυβερνώντες, οι οποίοι με τη σειρά τους λογοδοτούσαν μόνο στο σώμα των πολιτών. Η ρύθμιση αυτή προϋπέθετε τον καθοριστικό ρόλο των κομμάτων και την εναλλαγή τους στην εξουσία. Ακολουθώντας αυτή την ερμηνευτική γραμμή, διαπιστώνεται ότι τα παραδοσιακά κόμματα εξουσίας υπήρξαν τα πρώτα θύματα της αποπολιτικοποίησης, επειδή δεν κατάφεραν να εκφράσουν ένα εθνικό σχέδιο ανασυγκρότησης και ανασύστασης της γαλλικής κοινωνίας ικανό να ανταπεξέλθει στα νέα δεδομένα.
Η ανάλυση αυτή έχει σκοπό να καταδείξει μια φτωχοποίηση της εθνικής πολιτικής ζωής, η οποία, σύμφωνα με τον Γάλλο στοχαστή, έχει τις ρίζες της στη σύγχυση ανάμεσα στο εθνικό και το ευρωπαϊκό επίπεδο: «Η Γαλλία και η Ευρώπη μπορούν να είναι ελεύθερες μαζί, ισχυρές μαζί ή ακόμη και αδύναμες μαζί, αλλά σίγουρα όχι “κυρίαρχες μαζί”». Άραγε η «Ευρώπη» ευθύνεται για την πολιτική «αδυναμία» ή την αδύναμη «κυριαρχία» της Γαλλίας, προϊόντα της αποπολιτικοποίησης της εθνικής ζωής; Εδώ θα πρέπει κανείς να σταθεί σε δύο καίρια σημεία, κατ΄αρχάς στο τι σημαίνει «πολιτική» και ακολούθως στο τι σημαίνει κυριαρχία. «Πολιτική» είναι η τέχνη της ύφανσης μιας ολότητας, ό,τι δένει αρμονικά και δυναμικά όλα τα μέρη μεταξύ τους. Σε αυτόν τον ορισμό η έμφαση δίνεται στην ικανότητα να διακρίνει κανείς το όλο και τα μέρη. Διότι αν κάποιος θεωρήσει εσφαλμένως το μέρος ως «όλο», τότε τα συμπεράσματά του θα είναι εσφαλμένα. Αν δηλαδή κάποιος θεωρήσει ότι η Γαλλία είναι μια εθνική ολότητα και όχι ένα μέρος μιας ομοσπονδιακής Ευρώπης, τότε θα σταθεί στην αποπολιτικοποίηση της εθνικής ζωής, παραβλέποντας την ταυτόχρονη πολιτικοποίηση της ευρωπαϊκής ζωής. Απόδειξη αυτού του γεγονότος είναι ότι η εκλογή του Γάλλου Προέδρου, εκτός από το αμιγώς εθνικό επίπεδο, έχει εξίσου μεγάλη σημασία για το σύνολο των ευρωπαϊκών κρατών, αν όχι για το ευρωπαϊκό κράτος.
Το δεύτερο καίριο σημείο είναι η έννοια της κυριαρχίας. Στην ανάλυση του Pierre Manent βλέπουμε να συγχέονται δύο έννοιες της κυριαρχίας, η νομική-κρατική και η βιοπολιτική. Η πρώτη απαντάται στον Jean Bodin (1529-1596) και αφορά την αποκλειστική αυθεντία και εξουσία του Πρίγκηπα σε θέματα που αφορούν την επικράτειά του. Υπό αυτή την έννοια, Γαλλία και Ευρώπη πράγματι δεν μπορούν να είναι «κυρίαρχες μαζί». Υπάρχει όμως και μια άλλη έννοια της κυριαρχίας, που εισηγητής της είναι ο Giovanni Botero (1544-1617). Σύμφωνα με τη δεύτερη αυτή «βιοπολιτική» ερμηνεία, η κυριαρχία δεν μπορεί παρά να είναι αυτοδυναμία και αυτάρκεια. Όταν ένας κατ’ όνομα κυρίαρχος δεν είναι στην ουσία αυτοδύναμος και αυτάρκης στρατιωτικά, οικονομικά και πολιτικά, τότε δεν είναι κυρίαρχος. Υπό αυτή την έννοια, αν η Γαλλία και η Ευρώπη είναι «ελεύθερες μαζί, ισχυρές μαζί ή και αδύναμες μαζί» τότε είναι και «κυρίαρχες μαζί». Ο ίδιος ο Pierre Manent διαπιστώνει όμως ότι η Γαλλία όχι μόνο δεν είναι αυτοδύναμη στρατιωτικά και οικονομικά, αλλά δεν διαθέτει ούτε και πολιτική αυτοδυναμία, αφού δεν είναι σε θέση να προτάξει ένα σχέδιο ύφανσης της εθνικής της ολότητας. Είναι όντως πιθανό η εκλογή Μακρόν στη Γαλλία να είναι πιο σημαντική «πολιτικά» για την Ευρώπη απ’ ό,τι για τη Γαλλία. Είναι πιθανόν ο Γάλλος Πρόεδρος να μην έχει εθνικό πλάνο ανασυγκρότησης της εθνικής ολότητας. Είναι όμως σχεδόν βέβαιο ότι διαθέτει ένα ευρωπαϊκό πλάνο ανασυγκρότησης της Γαλλίας και ένα εθνικό πλάνο συγκρότησης της Ευρώπης. Δεν ευθύνεται η Ευρώπη για την αποδυνάμωση του έθνους κράτους ως τόπου παραγωγής πολιτικής. Απλά η Ευρώπη είναι ο νέος τόπος παραγωγής πολιτικής των ευρωπαϊκών κρατών.
Ο κ. Παναγιώτης Χριστιάς είναι αν. καθηγητής του Πανεπιστημίου Κύπρου και εταίρος του ερευνητικού κέντρου «Ευρωπαϊκές Δυναμικές» του Πανεπιστημίου του Στρασβούργου.