Του Παναγιώτη Χριστιά
Πόσο θεμιτό είναι ένας φιλόσοφος να εγγραφεί στη συλλογική μνήμη μιας κοινωνίας για τα άρθρα του σε μια εφημερίδα; Υπάρχει άραγε έκπτωση του φιλοσοφικού λόγου, όταν αυτός εγκύπτει ευλαβικά στα θέματα της καθημερινότητας και τα αντιμετωπίζει με φιλοσοφικούς όρους; Όταν βγαίνει από τα ακαδημαϊκά έδρανα και απευθύνεται στο ευρύ κοινό ο φιλοσοφικός λόγος άραγε υποβαθμίζεται; Η κατηγορία είναι παλιά και έχει ήδη ειπωθεί με γλαφυρότητα από τους «φιλοσόφους του Παρισιού», για να θυμηθούμε την ειρωνική αυτή έκφραση του Έντμουντ Μπερκ, με την οποία στηλίτευσε τη μανία των Διαφωτιστών κατά της λαϊκής παράδοσης και των παραδοσιακών κοινωνικών θεσμών προς όφελος της εγκαθίδρυσης ενός «φιλοσοφικού» προγράμματος αναμόρφωσης της κοινωνίας. Αναφερόμενες στον Raymond Aron, τακτικό αρθρογράφο του Figaro, οι «κακές γλώσσες» τον περιέγραφαν ως τον «φιλόσοφο του Figaro και τον δημοσιογράφο του College de France». Η ειρωνεία είναι καυστική και υποτιμά το κύρος ενός σπουδαίου πολιτικού φιλοσόφου λόγω της ενασχόλησής του με την καθημερινότητα και την ανάγκη του να απευθυνθεί άμεσα στον κοινό πολίτη, τον φιλοσοφικά απαίδευτο, δηλαδή τον μη απαραίτητα μυημένο στη φιλοσοφική ιδιόλεκτο. Αντίθετα όμως στις παλαιές κατηγορίες, ο ίδιος ο Διαφωτισμός είναι μια στροφή της φιλοσοφίας από το αιώνιο και άφθαρτο στο εφήμερο και φευγαλέο.
Στο άρθρο του για τον Ιμμάνουελ Καντ, «Τι είναι ο Διαφωτισμός» (1984), γραμμένο για τα εκατό χρόνια από τη δημοσίευση ομότιτλου άρθρου του Γερμανού στοχαστή, τον Νοέμβριο του 1784, από το γερμανικό περιοδικό Die Berlinische Monatsschrift ο Μισέλ Φουκώ δίνει μια απροσδόκητη απάντηση στο ερώτημα. Δεν στέκεται στην απάντηση που δίνει ο Καντ, αλλά στο ίδιο το ερώτημα. Ο Φουκώ εξηγεί ότι το ερώτημα «τι είναι ο Διαφωτισμός» δεν είναι κατ’ ουσίαν φιλοσοφικό. Γράφει ο Φουκώ: «Στο κείμενό του για τον Διαφωτισμό, [ο Καντ] πραγματεύεται μόνο το ερώτημα της σύγχρονης πραγματικότητας. Δεν προσπαθεί να κατανοήσει το παρόν με βάση μια ολότητα ή ένα μελλοντικό επίτευγμα. Αναζητεί μια διαφορά. Ποια διαφορά εισάγει το σήμερα σε σχέση με το χθες;». Ο Διαφωτισμός είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο, σύγχρονο της εποχής του Καντ, το οποίο απασχολούσε το ευρύτερο κοινό της εποχής. Όταν λοιπόν ο Καντ αποφασίζει να γράψει στον καθημερινό Τύπο για ένα φαινόμενο της μόδας, όταν δηλαδή αποφασίζει να ασχοληθεί φιλοσοφικά με ένα αντικείμενο του συρμού, ανταποκρίνεται σε έναν νέο ορισμό της φιλοσοφίας στην εποχή της Νεωτερικότητας (modernité). Δεν φιλοσοφεί sub specie æternitatis, όπως όλοι οι φιλόσοφοι πριν από αυτόν, αλλά ως νεωτερικός στοχαστής. Στη συνέχεια μάλιστα του άρθρου του, ο Φουκώ εγκαταλείπει τον Καντ και στρέφεται στον Μποντλέρ. Σύμφωνα με τον Γάλλο ποιητή, το νεωτερικό (moderne) είναι «το προσωρινό, το φευγαλέο, το εφήμερο, το ήμισυ της τέχνης. Το άλλο μισό είναι το αιώνιο και άφθαρτο». Σύμφωνα με αυτόν τον ορισμό, η τέχνη, κάθε τέχνη, ακόμη και αυτή του φιλοσοφικού στοχασμού, έχει ανάγκη για ρίζες στα καθ’ ημάς ανθρώπινα, στα ευτελή, στα μικρογεγονότα τα οποία αποτελούν τον ιστό του καθημερινού βιώματος εκατομμυρίων ανθρώπων. Μια τέχνη με αυστηρή προσήλωση στις αιώνιες ιδέες δεν θα ήταν, σύμφωνα με τον Μποντλέρ, μια επαρκής και ολοκληρωμένη τέχνη.
Πολλοί βέβαια θεωρούν ότι αυτού του είδους η σύμφυρση του άφθαρτου με το φθαρτό αποτελεί έκπτωση γιατί τη φιλοσοφική σκέψη. Όποιος όμως αποστρέφει το βλέμμα του από την ανθρώπινη ύπαρξη, προσπαθώντας να την καταστήσει αυθεντική ή φιλοσοφική, πληρώνει το τίμημα της ελλιπούς κατανόησης της ανθρώπινης κατάστασης. Το ανθρώπινο ον (dasein) σύμφωνα με τον Μάρτιν Χάιντεγκερ, τον αγαπημένο φιλόσοφο του Χρήστου Γιανναρά, είναι ένα ον το οποίο αποσυντίθεται στην ιστορικότητά του, το οποίο χάνει την αυθεντικότητά του βιώνοντας την καθημερινή του ύπαρξη. Στο «Είναι και χρόνος», ο Χάιντεγκερ προσπαθεί ακριβώς να συνδέσει την ιστορικότητα, τις κατηγορίες δηλαδή της χρονικής ύπαρξης του ανθρώπου, με μια οντολογική κατανόηση του ανθρώπινου όντος, το οποίο κινείται ανάμεσα στο αναυθεντικό και το αυθεντικό, τη λήθη και την αλήθεια. Η ανύψωση από την πρώτη κατάσταση στη δεύτερη είναι η τέχνη του ανθρώπινου βίου, ο φιλοσοφικός τρόπος ζωής. Σε αυτή την τέχνη της ζωής, της ποίησης και της φιλοσοφίας, σε αυτή τη συμπεριληπτική θεώρηση της ανθρώπινης κατάστασης που δεν εξαιρεί το ταπεινό και χυδαίο αλλά το εντάσσει στο ίδιο πλαίσιο φιλοσοφικής σκέψης με το άφθαρτο και το αιώνιο, εντάσσεται και η τέχνη της επιφυλλίδας.
Θα πρέπει βέβαια να επιστρέψουμε στην κλασική αρχαιότητα για να θεωρήσουμε τη φιλοσοφία περισσότερο ως τέχνη του στοχασμού και λιγότερο ως λογική των επιστημών για να κατανοήσουμε καλύτερα τη νεωτερική αυτή στροφή προς το εφήμερο και το καθημερινό. Η σύγχρονη φιλοσοφία, μετά και την επιρροή της Σχολής της Βιέννης, έχει πάρει πλέον άλλα μονοπάτια. Η καθαρά επιστημονική αυτή αντίληψη δεν επιτρέπει τη διασύνδεση των φιλοσοφικών εννοιών με τη βιωματικού χαρακτήρα εμπειρία. Η εμπειρία πρέπει και αυτή να κατανοηθεί εντός ενός αφηρημένου ερμηνευτικού πλαισίου. Μόνο μέσα από την επιστροφή στις αρχαίες ρίζες της φιλοσοφίας θα κατανοήσουμε τη βαθύτερη ανάγκη της φιλοσοφικής σκέψης για ενασχόληση με το εφήμερο και το προσωρινό. Όπως ο βάλτος δίνει ζωή και ομορφιά στα νούφαρα, τα άνθη του μπωντλαιρικού κακού, έτσι και η πεζή πραγματικότητα, όπως τη βιώνει ο καθημερινός άνθρωπος, έτσι και η καθημερινότητα δίνει τροφή στον φιλοσοφικό στοχασμό. Αυτή την τέχνη της επιφυλλίδας υπηρέτησε και ο Χρήστος Γιανναράς.
Ο κ. Παναγιώτης Χριστιάς είναι αν. καθηγητής πολιτικής και κοινωνικής φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Κύπρου.