ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Η οριακή α(πα)ξία του τουρισμού

Του Παναγιώτη Χριστιά

Του Παναγιώτη Χριστιά

Σύμφωνα με τη θεωρία της οριακής αξίας, η αξία των αγαθών συνίσταται στην αξιολόγησή τους από τους καταναλωτές. Οι σχετικές αξίες των αγαθών και των υπηρεσιών καθορίζονται από το μέγεθος και την ένταση της επιθυμίας των καταναλωτών γι’ αυτά και την αξία που τους προσδίδουν. Όσο υποκειμενικός κι αν είναι αυτός ο μηχανισμός, υπάρχουν ορισμένες αντικειμενικές τάσεις οι οποίες επηρεάζουν βαθιά τις τελικές τιμές αγαθών όπως ο τουρισμός και οι διακοπές.

Τα αρνητικά φαινόμενα του υπερτουρισμού είναι γνωστά. Υπάρχει όμως ένα φαινομενικό παράδοξο. Γιατί το κόστος των διακοπών γίνεται όλο και υψηλότερο, ενώ ταυτόχρονα αυξάνονται και οι πελάτες και η προσφορά; Και δεν είναι μόνο αυτό. Η ακρίβεια σε αγαθά που σχετίζονται με τον τουρισμό, όπως η στέγαση ή η εστίαση, έχουν την τάση να παραμένουν στα τουριστικά μέρη ακόμη και μετά το τέλος της τουριστικής σεζόν. Τα τελευταία χρόνια παρατηρούμε έντονα το φαινόμενο της αύξησης των τιμών στην Ελλάδα και την Κύπρο. Ο πληθωρισμός αυτός οφείλεται, σύμφωνα με τους ειδικούς, στα γεγονότα της Ουκρανίας, στην τιμή του πετρελαίου, στο διεθνές εμπόριο και σε διάφορους τέτοιους συγκυριακούς παράγοντες. Με εξαίρεση τα ενοίκια σε συγκεκριμένες τουριστικές περιοχές της Αθήνας, λίγη συζήτηση έχει γίνει για το αρνητικό οικονομικό αποτύπωμα του υπερτουρισμού στις δυο χώρες. Η συνήθης λογική θέλει την αύξηση του τουρισμού να επιφέρει περισσότερα κέρδη καθιστώντας τους τουριστικούς προορισμούς πλουσιότερους. Πόσο ορθή είναι όμως αυτή η λογική; Γιατί, ενώ τα καλοκαίρια ο όγκος των τουριστών αυξάνει, τους χειμώνες η αγοραστική δύναμη των πολιτών μειώνεται; Υπάρχει άραγε σχέση ανάμεσα στα δυο αυτά φαινόμενα;

Παράλληλα παρατηρείται και ένα άλλο φαινόμενο, το κόστος δηλαδή των διακοπών αυξάνει από καλοκαίρι σε καλοκαίρι. Το αποτέλεσμα είναι οι πολίτες να περνούν ολιγοήμερες διακοπές αντί για εβδομάδες που περνούσε η ελληνική ή η κυπριακή οικογένεια σε καλοκαιρινά θέρετρα. Είναι άραγε αυτό αποτέλεσμα της αύξησης της επιθυμίας για διακοπές; Κάτι τέτοιο θα ήταν παράδοξο, αφού όποιος θέλει διακοπές, θέλει σίγουρα να διαμείνει όσο περισσότερο γίνεται στον τουριστικό του προορισμό. Μια άλλη εξήγηση θα ήταν η διαφορά της αγοραστικής δύναμης των αλλοδαπών τουριστών σε σχέση με αυτή των ημεδαπών. Και πάλι όμως κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει, αφού και οι αλλοδαποί τουρίστες που φτάνουν στην Ελλάδα ή την Κύπρο παραπονιούνται για την ακρίβεια. Ποιος είναι λοιπόν ο μηχανισμός ο οποίος ακριβαίνει το κόστος των διακοπών ενώ θα έπρεπε να μειώνεται; Ο μηχανισμός αυτός είναι απλός. Ο τουρίστας, αλλοδαπός ή ημεδαπός, Έλληνας, Κύπριος ή ξένος, πλούσιος ή χαμηλόμισθος, πρέπει να αφήσει τα περισσότερα χρήματα στον λιγότερο χρόνο. Μόλις του τελειώσουν τα χρήματα θα αντικατασταθεί από έναν άλλον επισκέπτη και ούτω καθεξής. Με τον τρόπο αυτό μεγιστοποιείται το κέρδος για τον επιχειρηματία του τουρισμού. Με δεδομένη πλέον την πελατεία λόγω του υπερτουρισμού, οι τιμές των αγαθών τα οποία σχετίζονται με τον τουρισμό διογκώνονται διαρκώς δοκιμάζοντας τα όρια της τσέπης των επισκεπτών.

Η απάντηση των καταναλωτών του τουρισμού στη διόγκωση αυτή είναι η διαρκώς μειούμενη διάρκεια των διακοπών τους. Με τα ίδια χρήματα που, παλαιότερα, μια τετραμελής οικογένεια πέρναγε δυο εβδομάδες σε έναν τουριστικό προορισμό, για παράδειγμα σε ένα νησί, τώρα περνάει μετά βίας δυο ή τρεις μέρες.

Δυστυχώς, το φαινόμενο αυτό δεν αφορά μόνο τις διακοπές. Διότι οι διογκωμένες τιμές λόγω των διακοπών δεν αποδιογκώνονται μετά το πέρας τους. Σε αυτό συμβάλλει και η επιμήκυνση της τουριστικής περιόδου, σε σημείο μάλιστα που σε προορισμούς όπως η Αθήνα να εκτείνεται σε ολόκληρο τον χρόνο. Το φαινόμενο αυτό καθιστά τους Αθηναίους, για παράδειγμα, τουρίστες στο ίδιο τους το σπίτι. Εφόσον η απρόσωπη και τυποποιημένη αγορά αγαθών δεν μπορεί να επιβάλει διαφορετικές τιμές για ντόπιους και ξένους, οι ντόπιοι γίνονται οικονομικά ξένοι στον ίδιο τους τον τόπο. Η αύξηση αυτή των τιμών και η επακόλουθη μείωση της αγοραστικής δύναμης των πολιτών αποτελεί μία από τις βασικές αιτίες, αν όχι την πιο σημαντική, του πληθωρισμού. Συνεπώς παρατηρούμε ότι ο υπερτουρισμός όχι μόνο δεν οδηγεί σε πλουτισμό των κρατών αλλά αντίθετα στη φτωχοποίησή τους. Ο πληθωρισμός καταστρέφει τα κέρδη πολύ πιο γρήγορα από ό,τι τα παράγει ο υπερτουρισμός. Ο μηχανισμός αυτός είναι αντικειμενικός και δεν οφείλεται κατ’ ανάγκη στη φύση του τουριστικού επαγγέλματος. Ο επιχειρηματίας του τουρισμού δεν είναι λιγότερο ή περισσότερο φιλοχρήματος από οποιονδήποτε άλλο επιχειρηματία. Απλώς, τα τελευταία χρόνια, η διαρκώς αυξανόμενη ζήτηση οδηγεί σε μια διαρκώς αυξανόμενη υπερκοστολόγηση των καταναλωτικών αγαθών.

Άραγε υπάρχει τρόπος αντίδρασης της ίδιας της αγοράς σε αυτό το φαινόμενο; Μια τέτοια αντίδραση θα ήταν για παράδειγμα η αποεπένδυση των οικογενειών από τις διακοπές. Κάτι τέτοιο δεν διαφαίνεται. Αντίθετα, οι οικογένειες δείχνουν να έχουν αποδεχθεί μοιρολατρικά την ταυτόχρονη σμίκρυνση των διακοπών τους και αύξηση του σχετικού προϋπολογισμού για το σπιτικό τους. Ούτε το κράτος όμως φαίνεται να μπορεί να δώσει κάποια λύση, όπως για παράδειγμα να περιορίσει τον όγκο του τουρισμού ή να επιβάλει πλαφόν στα τουριστικά προϊόντα. Κάτι τέτοιο θα είχε οδυνηρές συνέπειες όχι μόνο για τον τουρισμό αλλά και για το σύνολο της οικονομίας. Η αύξηση πάλι των μισθών ή μια πολιτική επιδοτήσεων αντλώντας πόρους από τη φορολόγηση του τουρισμού το μόνο που θα έκανε θα ήταν να εντείνει το φαινόμενο και να οδηγήσει σε υπερπληθωρισμό.          

Ο κ. Παναγιώτης Χριστιάς είναι αν. καθηγητής πολιτικής και κοινωνικής φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Κύπρου.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Του Παναγιώτη Χριστιά

Παναγιώτης Χριστιάς: Τελευταία Ενημέρωση

X