Του Παναγιώτη Χριστιά
Αν όντως, λόγω της παγκοσμιοποίησης, ο παγκόσμιος πληθυσμός αστικοποιείται, τότε γιατί το φιλελεύθερο αστικό πολίτευμα δεν έχει ακόμη εδραιωθεί σε πλανητικό επίπεδο; Από τη μία πλευρά, «αστικοποιείται» σημαίνει ζει κατά πλειοψηφία σε μεγαλουπόλεις, οι οποίες ευνοούν, αν δεν επιβάλλουν, τον ατομικιστικό τρόπο ζωής. Από την άλλη, «αστικοποίηση» σημαίνει ότι ο παγκόσμιος πληθυσμός υιοθετεί τις συνήθειες, τις αρχές και τον τρόπο ζωής της αστικής τάξης. Βασικοί πυλώνες αυτού του τρόπου ζωής είναι η απομάκρυνση από τα κοινά, η στροφή προς την οικονομική ευδαιμονία και, όπως το έθεσε ο Simmel, μια αντιστροφή μέσων και σκοπών, κατά την οποία το χρήμα από απλό μέσο σε μια παραδοσιακή κοινωνία αποτελεί ταυτόχρονα μέσο και σκοπό στην αστική κοινωνία της μεγαλούπολης. Αυτό επιφέρει και μια ουσιαστική αλλαγή στον συλλογικό βίο. Ενώ στο παραδοσιακό μοντέλο κοινωνίας η πολιτική είχε την πρωτοκαθεδρία, στο νεωτερικό αστικό μοντέλο την πρωτοκαθεδρία την έχει η οικονομία. Στην ουσία η πολιτική από κυρίαρχη μετατρέπεται σε θεραπαινίδα της οικονομίας. Και εδώ έγκειται η διαφορά της Δύσης σε σχέση με τον υπόλοιπο κόσμο. Αυτή η διαφορά εξηγεί γιατί τα μη ευρωπαϊκά, τα μη δυτικά έθνη δυσκολεύονται να αναπτύξουν φιλελεύθερους θεσμούς και κράτος δικαίου.
Σε αντίθεση με τον υπόλοιπο κόσμο, η ευρωπαϊκή Δύση βίωσε συλλογικά την αλλαγή αυτή. Ανέπτυξε δε το φιλελεύθερο σύστημα διακυβέρνησης με το να είναι ακόμη παραδοσιακή, από τον 15ο έως και τον 18ο αιώνα. Αυτό σημαίνει απλά ότι η πολιτική είχε ακόμη τον κυρίαρχο ρόλο, ενώ η οικονομία μόλις είχε ξεκινήσει τον διαβρωτικό της ρόλο. Η εδραίωση του κράτους δικαίου ήταν αυτοσκοπός και δεν είχε απλά επικουρικό ρόλο στην ανάπτυξη της οικονομίας. Η βιοπολιτική αφορούσε την ενδυνάμωση του έθνους-κράτους, το οποίο παράλληλα με την οικονομική άνθηση πρόβαλλε πλέον μια νέα πραγματικότητα στα κοινωνικά και πολιτικά πράγματα. Τη νέα αυτή πραγματικότητα καθόριζαν τα αιτήματα της αστικής τάξης και των διαφωτιστών για ισότητα και ελευθερία. Μάλιστα, από πολύ νωρίς αναπτύχθηκαν κοινωνικοί-συλλογικοί θεσμοί ελέγχου του ατομικού πλούτου, ο οποίος θεωρήθηκε ως νέος κίνδυνος δημιουργίας ανισοτήτων. Σημαντικότερος θεσμός υπήρξε η συστηματοποίηση της φορολογίας και οι κρατικές δαπάνες για βελτίωση της ζωής των πολιτών. Αυτό οδήγησε στην ανάπτυξη ασύλων, φυλακών, δημόσιων σχολείων, νοσοκομείων και λοιπών ιδρυμάτων κοινωνικής ωφέλειας. Όσο περίεργο και αν φαίνεται, η ασφάλεια και η δημόσια υγεία θεωρήθηκαν πρωταρχικά δεδομένα όχι μόνο για την οικονομική δραστηριότητα, αλλά κυρίως για την ισότητα και την κοινωνική δυναμική. Παράλληλα με τη φορολόγηση, σε εθνικό επίπεδο αναπτύχθηκαν και θεσμοί λογοδοσίας των δημόσιων δαπανών, ώστε να μην μπορούν οι κυβερνώντες να καρπώνονται τον συλλογικό πλούτο. Εν ολίγοις, το κράτος στη Δύση αναπτύχθηκε τόσο υπέρ όσο και κατά της αστικής οικονομίας και της εμπορευματοποίησης της κοινωνικής ζωής.
Αυτό όμως είναι κάτι που δεν συναντάμε στα μη δυτικά κράτη του 20ού και του 21ου αιώνα, τα οποία εισήλθαν βίαια στη νεωτερική ζωή λόγω της ραγδαίας αύξησης των επαφών τους με τη Δυτική Ευρώπη και την προηγμένη χρηματοοικονομία. Ενώ λοιπόν το χρήμα ήταν καθ’ όλη τη διάρκεια της φιλελευθεροποίησης της Ευρώπης κυρίως μέσο και πολύ λιγότερο σκοπός, στα νεόκοπα μη δυτικά έθνη-κράτη λειτούργησε κυρίως ως αυτοσκοπός. Πιο συγκεκριμένα, η συσσώρευση πλούτου υπήρξε αποκλειστική δραστηριότητα και μοναδικό μέλημα της τοπικής άρχουσας τάξης. Αντί για κράτος δικαίου, στα νεόκοπα έθνη-κράτη εδραιώθηκαν και γιγαντώθηκαν ντόπιες μαφιοκρατίες με αποκλειστικό σκοπό να λυμαίνονται τον συλλογικό πλούτο. Ισχυρή παραμένει η φιλελεύθερη παράδοση μόνο στα κράτη τα οποία έχουν καταφέρει να ελέγξουν συλλογικά τον δημόσιο πλούτο και να διασφαλίζουν όχι απλά συνταγματικά, αλλά κοινωνικά το αδιάβλητο της συλλογικής του εκμετάλλευσης. Αντίθετα, κράτη τα οποία εισήλθαν στη φιλελεύθερη πραγματικότητα χωρίς να έχουν ήδη αναπτύξει παρόμοιες νοοτροπίες, διαβρώθηκαν πλήρως από τη δύναμη του χρήματος. Όχι μόνο δεν φιλελευθεροποιήθηκαν, αλλά και τα ήδη υπάρχοντα ανελεύθερα καθεστώτα τους μετατράπηκαν από παραδοσιακά σε μαφιοκρατικά. Οι παραδοσιακές κοινωνίες διέπονται συνήθως από αρχές και αξίες με θρησκευτικό περιεχόμενο και είναι αποδεκτές από κυβερνώντες και κυβερνώμενους. Αντίθετα, σε μαφιοκρατικές κοινωνίες, ο μόνος θεός είναι το χρήμα, και το κέρδος είναι ο μοναδικός τους νόμος. Το βέβαιο όμως είναι ότι δεν υπάρχει πλέον επιστροφή στην παράδοση. Η παγκόσμια χρηματοοικονομία λειτούργησε ως χείμαρρος που παρέσυρε στο πέρασμά του ό,τι υπήρχε. Μόνο κράτη που, όπως θα έλεγε και ο Μακιαβέλλι, είχαν ήδη δημιουργήσει ένα ικανό δίκτυο καναλιών μπόρεσαν να αξιοποιήσουν το νερό του χειμάρρου. Μόνο δηλαδή κράτη, όπως τα ευρωπαϊκά, όπου το δίκτυο ελέγχων και ισορροπιών δημιουργήθηκε παράλληλα με την ανάπτυξη του πλούτου, μπόρεσαν να αντισταθούν. Η μεταφορά των φιλελεύθερων αυτών θεσμών από τη Δύση στον υπόλοιπο κόσμο αποδείχθηκε γενικά άκαρπη, αφού οι θεσμοί αυτοί μόνο ως μαριονέτες υπάρχουν, όπως οι εκλογές στη Ρωσία ή το Ιράν. Αυτό αποδεικνύει ότι το ιστορικό συλλογικό βίωμα των ατομικών ελευθεριών και δικαιωμάτων πρέπει να προηγείται και όχι να έπεται της συνταγματικής τους κατοχύρωσης. Στην περίπτωση που έπεται, το έργο του νομοθέτη παραμένει πάντα ευαίσθητο και αδύναμο. Λέγεται ότι ο Σόλων, αρνούμενος να αναλάβει τα ηνία της πόλης των Αθηνών, όρκισε τους Αθηναίους να τηρήσουν τους νόμους του για τουλάχιστον εκατό χρόνια. Και όντως, μετά από έναν αιώνα οι Αθηναίοι αναφέρονταν στους δημοκρατικούς νόμους ως «τα πάτρια».
Ο κ. Παναγιώτης Χριστιάς είναι αν. καθηγητής πολιτικής και κοινωνικής φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Κύπρου.