Του Παναγιώτη Χριστιά
Ένα από τα ευρωπαϊκά κινήματα που αντιτάχθηκαν από την πρώτη στιγμή στη νεωτερική ατομοκεντρική κοινωνία ήταν ο ρομαντισμός. Στον Ζαν Ζακ Ρουσσώ οφείλουμε τα πρώτα κείμενα κατά της προόδου και της «διεφθαρμένης» πολιτικής κοινωνίας που γεννιόταν στις ευρωπαϊκές μεγαλουπόλεις του Διαφωτισμού και το κάλεσμα σε μια επιστροφή στην «αθωότητα» της φυσικής κατάστασης.
Σε αντίθεση όμως με τους ρομαντικούς επιγόνους του, ο πολίτης της Γενεύης δεν είχε καμία ψευδαίσθηση ότι η επιστροφή αυτή ήταν αδύνατη. Προσπάθησε έτσι να μορφώσει μια νέα μορφή «ατόμου» και ατομικής ύπαρξης, η οποία θα ενσωμάτωνε όλα όσα παρείχε στα ανθρώπινα όντα η ολιστική κοινωνία του παρελθόντος. Και όμως αυτό ήταν ανέφικτο. Γιατί για τον Ρουσσώ ολόκληρη η ύπαρξη ήταν μια προσπάθεια ολοκλήρωσης του ατόμου, παρόλο που ο ίδιος γνώριζε ότι η προσπάθεια αυτή δεν θα τελεσφορούσε ποτέ.
Οι Γερμανοί ρομαντικοί, ενισχυμένοι από τον αντεπαναστατικό λόγο, που καλούσε σε μια επιστροφή στην παλαιά ιεραρχική κοινωνία του Παλαιού Καθεστώτος, στράφηκαν σε περισσότερο κοινωνικά ζητήματα, όπως της αλληλεγγύης και της κοινωνικής συνοχής. Μόνη εξαίρεση αποτελούσαν οι ερωτικές ανησυχίες της ταραγμένης νεότητας, που συνήθως οδηγούσαν σε προσωπικό ναυάγιο.
Το νέο καθεστώς, στηριζόμενο στα ατομικά δικαιώματα και ελευθερίες, ζητούσε από τα άτομα-πολίτες να δημιουργήσουν μόνα τους την κοινωνία τους, αδιαφορώντας για τις παραδοσιακές ιεραρχίες. Δεν είναι τυχαίο που ολόκληρη η εποχή της νεωτερικότητας αποτέλεσε εποχή χειραφετήσεων και απελευθερώσεων των μειονοτικών πολιτικών ομάδων, όπως οι γυναίκες, οι άκληροι και οι σκλάβοι. Το ιδανικό του Διαφωτισμού, η αναζήτηση της ατομικής «ευτυχίας», ολοκλήρωσης και ευδαιμονίας, αναμείχθηκε με τα αιτήματα ακύρωσης του ανταγωνισμού και της ελευθεριότητας των κατεξοχήν εξουσιαστικών μορφών και ομάδων εις βάρος της υπόλοιπης κοινωνίας.
Η ρομαντική κριτική όμως, στο σύστημα αυτό, δεν οδήγησε σε κάτι διαφορετικό, ικανό να ανταποκριθεί θετικά στα παλαιά και νέα αιτήματα της ατομοκρατικής κοινωνίας. Το πρόβλημα ήταν ότι, εφόσον τα άτομα είχαν ήδη απελευθερωθεί από τους παραδοσιακούς δεσμούς της ολιστικής κοινωνίας, ο μόνος τρόπος ήταν να αντικατασταθεί η κατασταλτική και ελεγκτική δύναμη της παλαιάς κοινωνίας από το σύγχρονο κράτος. Η συνεχής ενδυνάμωση των αρμοδιοτήτων και των δυνατοτήτων του ιακωβινικού κράτους οδήγησε τελικά σε ολοκληρωτικά συστήματα.
Η πολιτική επιστήμη και πρακτική στις δυτικές χώρες δικαίως εστιάστηκε στον περιορισμό της ισχύος και της χειραγώγησης της κοινωνίας από το κράτος. Από την πλευρά τους, τα κοινωνικά κινήματα χειραφέτησης του 19ου και του 20ού αιώνα επιτέθηκαν με μεγάλη επιτυχία στο ιεραρχικό σύστημα που υποστήριζε την παραδοσιακή κοινωνία και έδινε το ηθικό δικαίωμα στο νεωτερικό κράτος να παρεμβαίνει σε ζητήματα αξιών. Το σύστημα αυτό ήταν η πατριαρχία. Όλα τα σημερινά αντιφιλελεύθερα, θεοκρατικά, ολοκληρωτικά ή δικτατορικά καθεστώτα δεν στηρίζονται απλά στην κατάργηση των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων των πολιτών τους και στον έλεγχο της κοινωνίας από το κράτος. Για να το πετύχουν αυτό, στηρίζονται κυρίως στην επιστροφή ή στην ενίσχυση των παραδοσιακών θεσμών της πατριαρχίας και της ανδροκρατίας. Το αποδεικνύει περίτρανα αυτό η βίαιη καταστολή των εξεγέρσεων νέων και γυναικών σε Κίνα, Ρωσία, Ιράν και Τουρκία. Οι εξεγέρσεις αυτές φανερώνουν επίσης ότι οι παραπάνω κοινωνίες έχουν πάψει εδώ και καιρό να είναι ολιστικές και έχουν ήδη μετεξελιχθεί σε ατομοκεντρικές. Ωστόσο όλα τα επιχειρήματα όσων υποστηρίζουν ότι η φιλελεύθερη δημοκρατία δεν μπορεί να αποτελέσει καθολικό πρότυπο διακυβέρνησης, στηρίζονται στο ότι όλες οι κοινωνίες δεν είναι ατομοκεντρικές.
Οι ίδιες ομάδες που ασκούν κριτική στον φιλελευθερισμό, ασκούν επίσης δριμύτατη κριτική στον ατομοκεντρισμό, τον οποίο υποτίθεται ότι εξουδετερώνουν τα μη φιλελεύθερα καθεστώτα. Και εδώ όμως σφάλλουν, διότι αυτό στο οποίο ασκούν κριτική είναι μια καρικατούρα ατομοκεντρισμού όπου, όπως κυνικά έλεγε ο Ντέιβιντ Χιουμ, «δεν είναι αντίθετο με τη λογική να προτιμώ την καταστροφή όλου του κόσμου από το γρατζούνισμα του δακτύλου μου». Το να προτιμάει κάποιος την ολοκληρωτική καταστροφή από μια μικρή προσωπική ενόχληση είναι μόνο μία πλευρά του ατομοκεντρισμού, αφού αυτή η προτίμηση συνοδεύεται από ένα πολύ χαμηλό αίσθημα σπουδαιότητας του ατόμου στη χαοτική κοινωνία της αστικής μεγαλούπολης.
Με άλλα λόγια, η αδιαφορία για το όλο είναι η άλλη πλευρά της αίσθησης ασημαντότητας του ατόμου εντός του όλου των σύγχρονων μητροπόλεων της Δύσης, όπως πολύ αναλυτικά την παρουσίασε ο Σίμμελ. Αντίθετα, στις ολιστικές πατριαρχικές κοινωνίες, το σύνηθες «εγώ» είναι αυτό του pater familias: το δικαίωμα ζωής και θανάτου πάνω στους άλλους ενός δυνάστη που νιώθει ότι η θέλησή του ταυτίζεται με της ομάδας του, της οικογένειας, της κοινότητας ή του έθνους του. Στις ολιστικές κοινωνίες, το αίσθημα ισχύος όσων μετέχουν στην εξουσία της πατριαρχικής κοινωνίας δεν είναι απόρροια της προσωπικής τους αξίας αλλά της εξουσιαστικής δομής την οποία υπηρετούν. Για τον λόγο αυτόν άλλωστε είναι δομικά «συντηρητικοί».
Αν αλλάξει το καθεστώς θα χάσουν όλα τα προνόμια της κοινωνικής τους θέσης. Ό,τι καταργεί η αστική φιλελεύθερη κοινωνία είναι αυτά τα προνόμια της πατριαρχίας, τα οποία οι σύγχρονοι τύραννοι επαναφέρουν στις χώρες τους και τις κοινωνίες τους στο όνομα της πάλης ενάντια στην αδιαφορία και τη διαφθορά του ατομοκεντρισμού. Και ενώ τα φιλελεύθερα καθεστώτα μάχονται κάθε μέρα ενάντια στα μαφιοκρατικά απομεινάρια της πατριαρχίας, τα αντιφιλελεύθερα έχουν παραδοθεί σε έναν νεόκοπο φεουδαλισμό, όπου οι παραδοσιακές πατριαρχικές εξουσιαστικές δομές έχουν αναζωογονηθεί μέσα από την αδυσώπητη μαφιόζικη βία της κρατικής εξουσίας.
Ο κ. Παναγιώτης Χριστιάς είναι αν. καθηγητής πολιτικής και κοινωνικής φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Κύπρου.