ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Πάθη και συμφέροντα

Του Παναγιώτη Χριστιά

Του Παναγιώτη Χριστιά

Στην επιστημολογία «παράδειγμα» αποκαλείται ένας συγκεκριμένος τρόπος επιστημονικής σκέψης, μια συγκεκριμένη επιστημονική νοοτροπία, αλλιώς ένα σταθερό λογικό σχήμα, το οποίο ανιχνεύεται στα έργα των σημαντικότερων στοχαστών μιας ιστορικής περιόδου σε ένα ή και περισσότερα επιστημονικά πεδία. Ένα «παράδειγμα» χαρακτηρίζεται από ένα σύνολο θεωριών και ιδεών που καθορίζουν τι είναι δυνατό και λογικό να γίνει, δίνοντας στους επιστήμονες ένα σαφές σύνολο εργαλείων για την προσέγγιση ορισμένων προβλημάτων. Με τον ίδιο τρόπο, οι ισχύουσες οικονομικές και πολιτικές θεωρίες κάθε εποχής καθορίζουν την οικονομική και πολιτική πράξη της εποχής αυτής.

Συνήθως μια σημαντική αλλαγή παραδείγματος στην οικονομική και πολιτική σκέψη προλειαίνει το έδαφος για σημαντικές κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές. Το 1977, ο Albert Hirschman δημοσίευσε ένα αξιόλογο έργο πάνω στη φιλοσοφία της οικονομίας: «Πάθη και συμφέροντα. Πολιτικά επιχειρήματα υπέρ του καπιταλισμού πριν από τον θρίαμβό του». Στο έργο του αυτό, ο Hirschman ανιχνεύει ένα χαμένο παράδειγμα της οικονομικής φιλοσοφίας, το «συμφέρον», που άνθισε κατά τον 17ο και 18ο αιώνα και συνέβαλε ουσιαστικά στην επικράτηση του καπιταλισμού στην Ευρώπη.

Καθ’ όλη τη διάρκεια του χριστιανικού μεσαίωνα ο πόθος για χρήμα, εξουσία και σάρκα ήταν καταδικαστέος ως πηγή των χειρότερων αμαρτημάτων. H πνευματική και ηθική τάξη είχε οργανωθεί γύρω από μεθόδους, τεχνικές και κοινωνικές πρακτικές καταστολής των παθών αυτών. Κάτι τέτοιο αποτελούσε σημαντική τροχοπέδη για την ανάπτυξη της οικονομίας και του εμπορίου. Ωστόσο, τον 17ο αιώνα συντελέστηκε μία σημαντική αλλαγή από στοχαστές όπως ο Pascal, ο Nicole, ο Vico, o Boisguilbert, οι οποίοι διατείνονταν ότι, παρότι τα πάθη είναι καταστροφικά, δεν παύουν να προσφέρουν ιδιαίτερες υπηρεσίες στην ανθρωπότητα. Όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Mandeville στον «Μύθο των μελισσών» (1714), «τα ιδιωτικά πάθη αποφέρουν δημόσια ωφελήματα» (Private Vices, Publick Benefits). Ακόμη πιο ριζοσπαστική ήταν η θέση του Nicole, ο οποίος στις ηθικές του μελέτες κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι άνθρωποι κάνουν από αγάπη για το κέρδος ό,τι θα όφειλαν να κάνουν από την αγάπη τους για τον Θεό. Έναντι χρηματικής αμοιβής, ανταλλάσσονται υπηρεσίες και διακινούνται αγαθά, έτσι ώστε ακόμη και άθεες κοινωνίες να ευημερούν.

Οι στοχαστές αυτοί προχώρησαν σε μία επιπλέον διάκριση ανάμεσα στο πάθος για χρήμα και κέρδος και στο πάθος για εξουσία. Το πρώτο ήταν έλλογο, το τελευταίο άλογο. Ονόμασαν δε τα έλλογα πάθη συμφέροντα. Στοχαστές όπως ο John Millar, ο Sir James Steuart και ο Μοντεσκιέ υποστήριξαν ότι ένας κόσμος βασισμένος στο συμφέρον είναι προβλέψιμος και σταθερός, έχει κανόνες και απαιτεί μια δίκαιη και ελεύθερη κοινωνία. Αντίθετα, ο κόσμος που άγεται από το πάθος της εξουσίας οδηγείται στην αυθαιρεσία, τη βαναυσότητα και την ανελευθερία. Μάλιστα, όσο περισσότερο αναπτύσσεται η οικονομία ενός κράτους, τόσο βελτιώνεται η πολιτική του τάξη. Καθώς η ανάπτυξη της παραγωγής και του εμπορίου απαιτεί προβλεψιμότητα και σταθερότητα σε βάθος χρόνου, η πολιτική τάξη οφείλει να αποφεύγει πραξικοπηματικές κινήσεις και αυθαίρετες αποφάσεις. Μόνο έτσι δεν διαταράσσεται ο ευαίσθητος μηχανισμός της οικονομίας.

Αν και το παράδειγμα αυτό ατόνησε κατά τα τέλη του 18ου αιώνα, όταν τα συμφέροντα ταυτίστηκαν με την εξουσία, αυτό που παρατηρούμε σήμερα στην αντιπαράθεση της Δύσης με τη Ρωσία του Πούτιν είναι μια αναβίωση του τρόπου σκέψης της Ευρώπης του Διαφωτισμού: η οικονομία κινητοποιείται για να συγκρατήσει τα άλογα εξουσιαστικά πάθη δικτατόρων και σφετεριστών της λαϊκής εντολής των εθνών. Ο πόλεμος, ως ακραία πράξη αυθαιρεσίας, αντιμετωπίζεται με οικονομικά αντίμετρα, όχι μόνο επειδή οι δυτικές κοινωνίες θέλουν να ασκήσουν πίεση στη Ρωσία, αλλά και γιατί η οικονομική τους τάξη πρέπει να προστατευθεί από την πολιτική αταξία της Μόσχας. Αν και όταν αναλογιζόμαστε την πυρηνική δύναμη της Ρωσίας, τείνουμε να τη συγκρίνουμε με την πάλαι ποτέ Σοβιετική Ένωση και να τη θεωρούμε «υπερδύναμη», η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική. Το 1989, το επίσημο ΑΕΠ της Σοβιετικής Ένωσης ήταν 2500 δισ. δολάρια, ενώ των ΗΠΑ ήταν 4862 δισ. δολάρια. Οι οικονομίες δηλαδή των τότε υπερδυνάμεων ήταν συγκρίσιμες. Κάτι τέτοιο δεν ισχύει σήμερα, αφού η Ρωσία έχει ένα ΑΕΠ της τάξεως των 1483 δισ. δολαρίων, συγκρίσιμο δηλαδή με της Ισπανίας (1281 δισ.) και της Ιταλίας (1,886 τρισ.) ενώ υστερεί σημαντικά έναντι της Γερμανίας (3,806 τρισ.). Ούτε λόγος βέβαια να γίνεται για σύγκριση με τις οικονομικές και πολιτικές υπερδυνάμεις του πλανήτη: ΗΠΑ (20,94 τρισ.), Ε.Ε. (15,193 τρισ.) και Κίνα (14,72 τρισ.). Η Ρωσία αποτελεί σήμερα μια μεσαία οικονομία με σημαντική τροχοπέδη στην ανάπτυξή της το φεουδαλικό σύστημα των ολιγαργών το οποίο έχει επιβάλει ο νυν Ρώσος πρόεδρος από το 1999 και μετά. Το ΑΕΠ της έπεσε από τα 2050 δισ. περίπου το 1991 στα 1300 δισ. περίπου το 1999 και, ενώ παρατηρήθηκε μια σημαντικότατη αύξηση του ρωσικού ΑΕΠ στα 2300 δισ. κατά το τέλος της δεύτερης τετραετίας Πούτιν, έκτοτε η πτώση είναι σταθερή.

Με αυτά τα δεδομένα όμως, η Ρωσία ούτε οικονομικός αλλά ούτε και πολιτικός γίγαντας μπορεί πλέον να θεωρηθεί. Η ανακίνηση δε του εξουσιαστικού πάθους ενάντια στα εθνικά οικονομικά συμφέροντα, όχι μόνο δεν καταφέρνει να δώσει την παλαιά αίγλη της υπερδύναμης στη Ρωσία, αλλά την κατατάσσει μάλλον στους νάνους του πλανήτη με σημαντικό πυρηνικό οπλοστάσιο, το οποίο απειλεί την ανθρωπότητα. Η Ρωσία του Πούτιν μάλλον με τη Βόρεια Κορέα μπορεί να συγκριθεί πλέον παρά με τη Σοβιετική Ένωση.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Του Παναγιώτη Χριστιά

Παναγιώτης Χριστιάς: Τελευταία Ενημέρωση

X